Further tags

Eίναι ο έχων επιμελώς ατημέλητο ντύσιμο ή αμελώς ευπρεπή ενδυμασία.

- Μας το παίζει και πλούσιος με το αμάξι του αλλά όταν ανοίγει την πόρτα φαίνεται πόσο κυριλέτσος είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή μάλλον, σκουληκιΑρης.

Σκουληκιάρικη προσβόλα για τους εκ Θεσσαλλλονίκης ορμώμενους Αρειανούς.

Πιο στεγνά: σκέτα σκουλήκια.

- Η φωτογραφία είναι από το μπαράζ του Βόλου για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, ανάμεσα στον ΣκουληκιΑΡΗ και τον GAYρο (άλλο ένα πρωτάθλημα που το πήρε σε μπαράζ ο Θρήνος). (εδώ)

- Ηττα με κατεβασμενα τα χερια για τον Παναθηναικο μας απο τον παθιασμενο σκουληκιΑρη στου Χαριλαου, μα δεν πειραζει γιατι πολυ απλα πηραμε αυτο που μας αξιζε, δεν παιξαμε καλα, ο Αρης ηταν καλυτερος και δικαια χασαμε...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας με λεφτά, ο πλούσιος μαλάκας.

- Άσε, μου την έπεσε σήμερα ένας μαλάκας...
- Μαλάκας ή μαλαcash;

(από dipyadip, 19/10/12)(από Vrastaman, 23/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο δριμύτρελος σε φόρουμ στο ιντερνέτι, και κάνει μια δυναμική επιστροφή στην παρέα που την έχει κουφάνει με τις παπαρολογίες του, καθότι ξερόλας και προφέσορας:

- Χαιρετώ τους αγαπητούς και φίλτατους συνδαιτυμόνες, σας έλειψα; Λοιπόν...με βάση την ετεροχρονισμένη δομική αντιπαλότητα του λαϊκού προτσές, μπλα, μπλα..

Επέστρεψε δυναμικά, θέλοντας να κατατροπώσει τα πλήθη, επέστρεψε δριμύτρελος.

Δες και δημήτριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα που αποδίδεται στον υποτιθέμενο Ισπανό πρέσβη μαζί με τους υπόλοιπους διπλωμάτες μιας υποτιθέμενης χώρας.
Μερικοί από τους συναδέλφους του:

Ιταλός: Αλμπέρτο Μασταξίνι
Γάλλος: Ζαν Πουστιέ
Άγγλος: Τζον Χώστον
Γερμανός: Καρλ φον Μπήχτεν
Δανός: Έρικ Χούφτενσεν
Πορτογάλος: Πίνο Χυσομούνια
Βολιβιανός: Χοσέ Εκλασαμέντες
Ρώσος: Ποπώφ Βρωμοκολάροφ
Ουκρανή: Τατιάνα Πηγαδομούνοβα
Τούρκος: Ψωλάμπεης Χυσάν
Κινέζος: Ψω Λα Κι
Γιαπωνέζος: Χυνωμέσα Στομουνί

Στην εκδήλωση θα παραστούν οι πρέσβεις των χωρών: Ιταλία: Αλμπέρτο Μασταξίνι
Γάλλία: Ζαν Πουστιέ

κλπ...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος που κάνει απραγματοποίητα σχέδια, πετάει στα σύννεφα, δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, επίσης έχει πάρει σασί, είναι και γκαγκά.

Ο βλαμμένος αιθεροβάμων.

- Λοιπόν φίλε, παίρνουμε μπαλόνια με ήλιον, πάρα πολλά, πώς να σου πω... ίσαμε χίλια πεντακόσα, φτιάχνουμε και μια βάση, δεμένα τα μπαλόν με τη βάση, και πάμε Αγγλία, ναι ρε φίλε.. γίνεται!
- Καλά... μπούλη, είσαι και αιθεροβλάμων βλέπω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είναι τα ανώμαλα ρήματα που, όταν περιτριγυρίζεσαι από αυτά μπορείς να πάθεις μέχρι και κατάθλιψη.

Με λίγα λόγια, μεταφορικά τα ανώμαλα ρήματα είναι κάποιοι γύρω μας που μας δημιουργούν προβλήματα, είτε στον εργασιακό μας χώρο, είτε στον κοινωνικό μας περίγυρο.

Από το γνωστό «ου μπλέξεις», το οποίο έχει εμπλουτισθεί και καταδεικνύει την κακότητα κάποιων ατόμων οι οποίοι έχουν βαλθεί να μας κάνουν άνω κάτω τη ζωή.

Αν είσαι γιατρός, η δάσκαλος, σεβάσμιος (σεβάσμιος όμως!! δηλαδή έχεις κερδίσει τον σεβασμό των γύρω σου) δεν μπορείς να εκφρασθείς διαφορετικά, δηλ. σε κάποια συζήτηση δεν σου επιτρέπεται να πεις: «τον γαμημένο»... «τον πουσταρά» κτλ, κι έτσι τους αποκαλείς «ανώμαλα ρήματα» (είναι ανώμαλοι στη ψυχή και στο σώμα δηλαδή).

  1. Ο ορισμός αυτός αναφέρεται στη μάθηση: τα παιδάκια 1η και 2α γυμνασίου δυσκολεύονται λίγο με τη γραμματική και τα ανώμαλα ρήματα, που στον μέλλοντα τονίζονται στην πρώτη.

Πάσα: Alex

  1. Μαμά Λάκη: - Λαλάκηηηη, διάβασε παιδί μου τη γραμματική σου!
    Λάκης: - Άσε με ρε μάνα, ουφ... ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα...

  2. - Καλώς τον μυστήριο, πού 'σαι εσύ ρε κακομοίρη... Εγώ χθες Κυριακή είχα έρθει εδώ και δούλευα, γαμώ το μπελά μου... (παραμύθι του κύριου μαλάκα, έτσι για να κάνει πλάκα).
    - Ρε Στάθη τι σου λέει αυτός, χαχα!
    - Τι να πει κι αυτός! Άσε ρε Μήτσο... ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα...

βλ. και ανώμαλο ρήμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι βλάκας αλλά και βλάχος συνάμα.

  1. Είχαν και στο χωριό σου... βλάκχo ;

  2. Πού πας ρε βλάκχο με το...

Αλλά και όταν ο Βάκχος υπό την επήρεια του αλκοολ αρχισε τις βλακείες (από GATZMAN, 18/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλεμπαγιέ ή πλεμπαγιέ. Από την πλέμπα > «πλεμπάγια». Ενέχει μπασκλασαρία, κακογουστιά και έλλειψη περιποίησης. Το αντίθετο του κυριλέ.

- Τι έλεγε, τελικά, το φαγάδικο που πήγατε, ρε Βαγγέλη;
- Τι να λέει... Όλα φύρδην μίγδην, τσαλαπατημένα και βλαχομπαρόκ... Χλεμπαγιέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκραν γαμάω κομματόσκυλο.

Λολοπαίγνιο πάνω στον κομιτατζή. Βλ. επίσης: παγκαλέων, bluetooth, συριζαίος, πρασινοφρουρός, το Κόμμα, κ.ταλ.

Η πατρότητα μάλλον ανήκει στον Τζιπάκο.

- Είναι ντροπή να ονομάζουμε δημοκρατία το καρτέλ που έχουνε στήσει εκδότες, εργολάβοι και δοσίλογοι κομματατζήδες.
(Τζιπάκος, εδώ)

- Ε λοιπόν δεν θα σας περάσει αυτό που θέλετε να περάσετε. Βολεμένοι ελληναράδες που νομίζουν οτι κάτι κάνουν καθισμένοι στον καναπέ και παπαγαλάκια ή κομματατζήδες που θέλουν να προβοκάρουν το κίνημα αγανακτισμένων.
(εκεί)

- Εγώ έχω να πω ότι ο κ.Παπαδήμος τουλάχιστον είναι κάποιος ικανός αποδεδειγμένα άνθρωπος και όχι καραγκιόζης αμόρφωτος κομματατζής που αρπάει ένα πόστο επειδή είχε κονέ ή επώνυμο.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified