Στην ποδοσφαιροσλάνγκ χαρακτηρίζει ντρίπλα ή γκολ που έχει γίνει με μαγικό, δηλαδή περίτεχνο τρόπο.

Αυτά τα ζογκλερικά γκολ μόνο ο Ροναλντίνιο τα βάζει.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο παίκτης που κάνει μαγικά με την μπάλα, όπως περίτεχνες ντρίπλες.

Έλα ρε ζογκλέρ Ροναλντίνιο, μάγεψέ μας πάλι, να βάλουμε όμως και κάνα γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published

Κορεό ονομάζεται η οργανωμένη προσπάθεια φιλάθλων οποιασδήποτε ομάδας με κύριο σκοπό την εμψύχωση των παικτών και αυτό λαμβάνει χώρα με καρτελάκια οποιουδήποτε χρώματος, τα οποία πρέπει να τα κρατάει ο κάθε φίλαθλος της κερκίδας ώστε να σχηματίζουν ένα σχέδιο, με το οποίο οι ίδιοι οι φίλαθλοι προσπαθούν να εκφράσουν τα συναισθήματα τους, την αγάπη τους για την ομάδα, διάφορες οπαδικές καταστάσεις με οπαδούς διαφορετικής ομάδας, με κύριο σκοπό πάντα την εμψύχωση των παικτών τους.

- Κώστα είδες το χθεσινό κορεό που έκαναν οι οπαδοί του Ολυμπιακού εναντίον της Παρί Σεν Ζερμέν ;
- Ναι, ήταν τρομερό. Ειδικά την ώρα που τραγουδούσαν τον ύμνο και σχημάτισαν τον φράση-αριθμό ''Θύρα 7'' (έτσι ονομάζεται η οργανωμένη κερκίδα των φιλάθλων του Ολυμπιακού-οι οπαδοί δηλαδή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Nτεφορμέ-ντεφορμάρισμα: Όρος κατ' αρχήν ποδοσφαιρικός (που πέρασε και σε όλα τα αθλήματα), που αναφέρεται σε ομάδα ή σε συγκεκριμένο παίκτη ή παίκτρια. Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη «déformé(e)», που σημαίνει παραμορφωμένος, εκτός σχήματος, παραποιημένος, εκτός φόρμας (και με την αθλητική έννοια).

Ας ξεκινήσουμε από το σύνολο. Μία ομάδα είναι ντεφορμέ, όταν πάει σκατά (σε απόδοση), σε σχέση με την εικόνα που είχε στα φόρτε της (στο φορμάρισμα της). Όπως και στη ζωή, έτσι και στα αθλήματα, η ζωή κάνει κύκλους κατά το ο,τι ανεβαίνει κατεβαίνει, ο,τι γυρίζει σταματά. Για να μην κουράζω με άπειρες λεπτομέρειες, φανταστείτε θεωρητικά ότι μια ομάδα έχει τις άλφα δυνατότητες (βάση ρόστερ, προπονητικού τιμ, διοίκησης). Όταν η απόδοση συμβαδίζει με το τέλειο, τότε μιλάμε για φορμάρισμα, δλδ η ομάδα αποδίδει κοντά στο 100%. Όταν αυτό το ποσοστό πέσει κάτω του 50% (για κάποιο εύλογο διάστημα), τότε μιλάμε για ντεφορμάρισμα, δλδ η ομάδα είναι ντεφορμέ. Αυτό πάντα συμβαίνει, και οι λόγοι πολλοί και διάφοροι. Ψυχολογική ή σωματική κούραση, γρίνες, ατυχίες λάθη προπονητικά, και ενίοτε ο αμφίδρομος (δλδ ψιλοπουστράκος) Ερμής. Σε επίπεδο μεμονωμένου παίκτη, επίσης υπάρχει ντεφρομάζ. Εκεί που κάποιος βγάζει μάτια, ξαφνικά τζίφος.

Στα ατομικά αθλήματα ισχύει το ίδιο. Απλά εδώ έχουμε λιγότερους παράγοντες για ντεφορμάρισμα, αφού μιλάμε για έναν αθλητή και άντε το πολύ δύο τρεις προπονητές.

Στη σλανγκ τώρα (ώρα δεν ήταν;) χρησιμοποιούμε τον όρο, όταν δεν έχουμε διάθεση, ή όταν για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, που υπό φυσιολογικές συνθήκες (ή στις μεγάλες φόρμες μας) θα γουστάραμε πολύ.

-Τον τελευταίο μήνα όλο μπακούρης μας εμφανίζεσαι. Γεράσαμε Μουσιού Καζανόβα, και τα πιπίνια μας αγνοούν;
-Σσσσς ρε! Δεν είναι ώρα να κρεμάσω τα παπούτσια μου. Διανύω περίοδο ντεφορμαρίσματος. Θα επανέλθω με πιπίνι κατηγορίας champions' league, και θα προσκυνάτε πάλι, και θα πετάτε δίευρα κάτω σαν το Ζούγα. Λιγούρηδες της κακιάς ώρας.

-Μαράκι μου, να περάσω να σε πάρω να πάμε για ψώνια; Είδα κάτι μοντελάκια στης Μrs Raxevski (ανάθεμα το για όνομα αυτό το μαγαζί), μούρλια.
-Άσε φιλενάδα. Είμαι ντεφορμέ. -Γιατί φιλενάδα;
-Γνώρισα ένα παιδί, άλλο να σου λέω... Έπαθα σοκ. Αλλά μου φάνηκε λίγο αλλόκοτος, λίγο παντρεμένος και πιστός στη γυναίκα του. Φλερτάραμε, με άναψε αλλά δεν.
-Και πως λέγεται ρε φιλενάδα ο θεός που σε έριξε στο καναβάτσο;
-Electron!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προερχόμενο από τον γάλλο ποδοσφαιριστή Youri Djorkaeff, διεθνή την δεκαετία του 90, χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την «ποιότητα» - ομορφιά μιας γυναίκας.

Ανεξήγητος ο λόγος που οδήγησε στην γέννηση του εν λόγω λήμματος, μάλλον πρόκειται για τον συνδυασμό της ποιότητας που χαρακτήριζε τον ποδοσφαιριστή Τζορκαέφ στο παίξιμό του, σε συνδυασμό με το εύηχο (;) και κάπως παράξενο επώνυμο που παραπέμπει σε κάτι «ευγενικό» και πολύτιμο.

- Πω πω φίλε, τζορκαέφ η γκόμενα ...

Ο Τζορκαέφ (από poniroskylo, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικά πρόκειται για «αδελφό» λήμμα με τα τιγκανά, τιγκανά ολέ ολέ, Τηγκανόπουλος κλπ.

Υποδηλώνει άμεση τάση για φυγή και προέρχεται από τον γνωστό γάλλο ποδοσφαιριστή Jean Tigana, γνωστό για την ταχύτητά του, του οποίου το επίθετο μοιάζει με την φράση «την έκανα» (έχω ήδη φύγει).

Ο Τιμούρ (και) Κετσπάγια προστίθεται για να δώσει ακόμα μεγαλύτερο ειδικό βάρος στην δήλωση.

- Μαλακία φαίνεται το πάρτυ, λες να τη κάνουμε; - Αμέ, Τιγκανά Τιμούρ και Κετσπάγια..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified