Ο παχύς και ογκώδης άνθρωπος.
Απορώ πώς θα κάνει σεξ με αυτό το μαμούθ. Θα χρειάζεται ειδικό χωροταξικό σχεδιασμό.
Ο παχύς και ογκώδης άνθρωπος.
Απορώ πώς θα κάνει σεξ με αυτό το μαμούθ. Θα χρειάζεται ειδικό χωροταξικό σχεδιασμό.
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.
Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!
Got a better definition? Add it!
Νταλάκι είναι είδος ερπετού και νταλάκας είναι αυτός που έχει φουσκωμένη κοιλιά, αυτός που νταλακιάζει. Η προέλευση δεν είναι σαφής. Μπορεί να αναφέρεται στην επίδραση δηλητηρίου του ερπετού ή στην εικόνα ερπετού, που βαρυστομαχιάζει ύστερα από την κατανάλωση άλλου ζώου, ή σε κοιλιά σαν βάτραχου.
Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς άνθρωπος.
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς και ογκώδης άνθρωπος.
Πού να κουνηθεί και να τρέξει ο βίσονας!
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς άνθρωπος.
Πήγε και παντρεύτηκε αυτόν τον βοϊδαλά.
Got a better definition? Add it!
Ο τεμπέλης, ο νωθρός, ο μαχμουρλής, ο εις κατάστασιν σπαρίλης ευρισκόμενος, ο σπαριλόμπεης. Μάλλον εκ του ψαριού σπάρος (βλ. και σπαρίλα). Ο σπαρίλας είναι όχι τόσο ο οριστικά και αμετάκλητα τεμπέλης/ ατάλαντος/ μη μοτιβαρισμένος, αλλά μάλλον πιο πολύ αυτός που βαριέται να κάνει μια μικροδουλειά, έχει νωθρότητα σε μικρολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, βρίσκεται σε μουντ απραξίας.
Got a better definition? Add it!
Θέμα που υπό κ.σ. ενδιαφέρει ανθυποσύνολο της επιστημονικής κοινότητας των λεπιδοπτερολόγων, γίνεται -αλίμονο- συνώνυμο της ασημαντότητας, της ακυρίλας και άξιο για κατευθείαν σύνδεση με Κάιρο.
Προσφέρεται ακόμη για να πετάς την μπάλα στην εξέδρα/ μνήματα ή να παθαίνεις αιφνίδια και κατά βούληση έκπτωση εγκεφαλικής λειτουργίας (άι κιου ραδικιού/ κατσικιού), κοινώς να κάνεις τη μπάμια, νομίζεις οτι σε συμφέρει γιατί.
Είναι κι η άχρηστη πληροφορία της ημέρας.
Got a better definition? Add it!
Αντί να βρίσεις κάποιον "γίδι", άσχετο ξερόλα κλπ, βρίσκεις επίθετα ή ουσιαστικά που φωνητικά αρχίζουν από ιδι- και κοτσάρεις μπροστά τους ένα γ.
Κατσικώνονται έτσι ωραίες κατασκευές με ελαφρύ άρωμα τραγίλας:
Σημείωση:
Υπάρχουν από παλιά "τα γίδια" της slangirene, απάντηση στο "— Τι νέα;"
είσαι γίδιος ο Πρατ Πιτ
Με αυτο το χαζομουσι πλεον ολοι οι αντρες ειναι γιδιοι (εδώ)
Τέτοια στιγμιότυπα άπειρα! Το όλο πολιτικό σκηνικό είναι στημένο κ αναπαράγει γίδιους διαλόγους )) (εδώ)
Οι σύντροφοι που θελουν να μας πάνε στη δραχμή είναι οι (γ)ίδιοι που πιστεύουν ότι ο Πούτιν είναι κομουνιστής #tsirko (εδώ)
Είσαι γιδήμων και δηλώνεις σε ηλικία που έχει μπροστά το 2 5-6 μεταπτυχιακά και phd? Τώρα υπάρχει λύση! http://luben.tv/web/www/57567 (εδώ)
Πολυ κακώς το φόρεσε το λεοπαρ. Οπως εχει πει ενας σοφος Γιδημων 'Λεοπαρ φοράς μονο αν εισαι 40ρα και πανω'#foustanella #eurovisiongr (εδώ)
Αυτο που ο Μητροπουλος θα αυτοκτονήσει ειναι γιδιο με εκείνο του Αδωνι που θα έφευγε απο τη χώρα αν έβγαινε ο ΣΥΡΙΖΑ ε; # ekloges2015_round2 (εδώ)
Αστική γιδημονιά είναι:
-Η αστική σαλιάρα Αδωνη, φίλου των εστέτ της χωρας
-Ο Κιμπάρης Βαγγέλας
-Η Ντόρα ν ακούει εμετο Ψινάκη χασκογελώντας (εδώ)
Got a better definition? Add it!
σκυλοκουράδα, σκυλοκούραδο
Αλλιώς το σκυλόσκατο, η κουράδα του σκύλου. Όπως λέει και ο Dry Hammer, "σου γεμίζει περισσότερο το στόμα" από ό,τι η μικρότερη λέξη σκυλόσκατο. Το βρίσκουμε ήδη στη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένη το 1962.
Μεγαλύτερο σλανγκικό ενδιαφέρον έχει το ότι το βρίσκουμε και ως βρισιά, για να περιγράψει έναν άνθρωπο ξευτίλα, μηδαμινό, σκατιάρη, σκατένιο, ένα σκουπίδι, ένα απόρριμμα.
Got a better definition? Add it!