Further tags

Φράση που ξεκίνησε να ακούγεται τη δεκαετία του '60 στην Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους νεαρούς με ατημέλητο κούρεμα που άκουγαν Beatles, Rolling Stones και λοιπά ροκ εν ρολ συγκροτήματα οι στίχοι των οποίων περιείχαν σε υπερβολικές δόσεις τη λέξη «yeah».

Οι περισσότερες Ελληνικές κωμωδίες της δεκαετίας του '60-'70 περιέχουν από μια τουλάχιστον αναφορά στους γιεγιέδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που ακούει φανατικά cd της Heaven.

Επίσης: Χεβενικός

- Α εγώ δεν ακούω τέτοια μουσική ... είμαι πιο πολύ έτσι... χεβενίστας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο emo που πλέον έφτασε στο απόγειο του πνευματικού αυνανισμού και θεώρει τον εαυτό του ως master. Πλέον είναι στον πυρήνα της αποτυχίας, έχει καλοκαταλάβει ότι είναι ανίκανος να αυτοκτονήσει και απλά είναι υπερήφανος για τις πολλές απόπειρές του.

Επίσης, emocorάς

Ο Γιάννης ο emocoras προσπάθησε να αυτοκτονήσει πάλι... Μπορεί στο τέλος να του δώσουν και κάρτα μέλους στο Ιπποκράτειο!

Εφόσον το πήρε απόφαση ότι δεν θα αυτοκτονήσει, μπορεί να περάσει σε τεχνητά μέσα εντυπωσιασμού βεβαίως, βεβαίως. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναλαμβανόμενη μουσική φράση που συνιστά τη βάση (μέρους) κομματιού, συνήθως σε ροκ ή τζαζ συμφραζόμενα.

  1. Εγώ το μόνο που θα πω είναι πως μέταλ χωρίς ριφ είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. (από το διαδίκτυο)

  2. Έχει μάλιστα ένα σύντομο, ημιπαράφωνο πιασάρικο ριφ που σε αιχμαλωτίζει και ένα παλιό ινδιάνικο σκοπό στα τύμπανα... (από το διαδίκτυο)

  3. το «κλασσικότερο» ριφ είναι απ' το smoke on the water το
    «τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τέ-εεεεν
    τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τεεεεν»
    (Χεσούς, εδώ)

Από το αγγλικό riff (= ρυθμικό σχήμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το αγγλικό peak) Όρος της μουσικής τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η κυματομορφή (waveform) ενός ήχου φτάνει σε μια κορυφή (peak) υπερβολικά υψηλής έντασης με αποτέλεσμα κατά την αναπαραγωγή να παραμορφώνεται ο ήχος.

  1. - Πώς σου φαίνεται το κομμάτι που έγραψα;
    - Καλό είναι, αλλά πρόσεξε στη μίξη να μην σου πικάρουν τα πρίμα.

  2. - Παίξε καθόλου με το equalizer γιατί πικάρουνε τα μπάσα.

Το κλιπάρισμα είναι αυτό εδώ. (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό pose (= κάνω επίδειξη):

(1) Η πράξη που γίνεται με επιδεικτική υπερβολή και αποσκοπεί στο να τραβήξει την προσοχή των άλλων. Όταν π.χ. κάποιος σφίγγει το ποντίκι για να κοιτάξει το ρολόι του, έχουμε μια ποζεριά καραμπινάτη...

(2) Ποζεράδικο τραγούδι, δηλαδή τραγούδι poser συγκροτημάτων που έχουν σαν χαρακτηριστικό τη σαχλή μουσική και στίχους (κάτι σαν ελαφρολαϊκό σε 80s μέταλ), το ανδρικό μακιγιάζ και την κατάχρηση της λακ... Παραδείγματα: Cinderella, Jon Bon Jovi, Motley Crue, Ratt, Poison κτλ (βλέπε φωτογραφίες, αλλά και το λήμμα ποζεράς).

  1. - Ρε τον σκατόφλωρο, έβαλε τη δικιά μου στο κάμπριο δήθεν για να την πετάξει σπίτι και άρχισε τις κωλιές και τα μπαντιλίκια...
    - Λες να ψάρωσε με τις ποζεριές του;
    - Δεν ξέρω ρε φίλε, αλλά μου τη σπάει πολύ και τον βλέπω να τρώει κάνα ταβερνόξυλο ο χλεχλές...

  2. - Λοιπόν εγώ στο Wizard δεν ξαναπατάω... Σιχάθηκα τη ζωή μου με τις ποζεριές που έπαιζε εκεί μέσα!

Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε μεγάλα βυζιά, ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Επικράτησε μετά την συμμετοχή της Μαντούς στο διαγωνισμό με βυζαλέο ντεκολτέ.

- Κοίτα ρε μαλάκα ένα γιουροβίζιον που περνάει.
- Ναι ρε φίλε. Αυτή πάει χαμένη στην Ελλάδα. Αυτή πρέπει να πάει στην Ισπανία να μάθει στους Ισπανούς Ισπανική.

(από Khan, 14/03/12)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα χαιρετισμού Έλληνα νεοράπερ σε άλλον «ράπερ», κραδαίνοντας και κουνώντας με χαρακτηριστικό τρόπο τα χέρια του (άπλωμα μπροστά και περιστροφή προς τα έσω όλου του άκρου από τον ώμο και κάτω). Συχνά συνοδεύεται από την λέξη «μαν», για να ολοκληρωθεί ο χαιρετισμός.

Στον δρόμο :
- Γιο μαν, τι κάνεις μαν, σου βρίσκεται κάνα τσιχλόνι;
- (Του δίνει τσίχλα) Καβάτζωσέ το μαν. Ωραίο εργαλείο αγόρασες έμαθα. Σεβρολέ με ανάρτηση μπιτάτη που πατάς το κουμπέτο και κουνιέται πάνω κάτω.
- Καλό είναι το αμαξόνι δικέ μου, αλλά θέλω να του περάσω φιμάτο τζάμι και ζαντολαστιχουλέξ χρωμίου και θα γίνει πολύ ραπεράτο, γιο!

Το "γιο" είναι να το \'χεις, σε φάση. (από Galadriel, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μπύρες. Οι πολλές μπύρες. Κατά συνεκδοχή και η ζυθοποσία παρατεταμένης διάρκειας, οπωσδήποτε με παρέα.

Η κατάληξη της λέξης παραπέμπει στα σπιρίτσουαλς, τα θρησκευτικά τραγούδια των μαύρων του αμερικάνικου Νότου. Ίσως να υποδηλώνεται ότι η ζυθοποσία είναι στις μέρες μας τελετή με θρησκευτικό χαρακτήρα και όταν γίνεται με τη δέουσα ευλάβεια δημιουργεί και ανάλογη έξαρση. Τραβηγμένο μου ακούγεται αλλά, ποτέ δεν ξέρεις.

Σχετικά λήμματα: μπυρόνι, μπυρωίνη, μπυροκοιλιά, μπυροκοιλιακοί

- Θά 'ρθεις; Πάμε για μπυρίτσουαλς...
- Όχι πάλι, ρε μαλάκα, έλεος... Κάθε βράδυ αυτή η δουλειά γίνεται... Έχει ξεχειλώσει η μπάκα...
- 'Οχι ρε παιδάκι μου, σήμερα είπαμε σεμνά...
- Ναι, ξέρω... Και χτες είχαμε πει σεμνά...
- Ε, σεμνά ήτανε... Τέσσερα άτομα και ούτε είκοσι μπύρες δεν ήπιαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόκ συγκροτήματα της δεκαετίας του εξήντα - εβδομήντα - ογδόντα που τραγουδάνε ακόμα και σήμερα και κάποιοι από αυτούς μοιάζουν πια με αρσενικές γριές.

Rolling Stones, Who, Whitesnake, Van Halen κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified