Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το ομώνυμο τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη σε εκτέλεση Κώστα Μακεδόνα, και αποτελεί έναν από τους κλασικότερους τιραμισουρεαλισμούς της εκφραστικής μας. Τι παίρνει η Λίζα; Μύγδαλα; Καρύδια; Φιστίκια; Το πτυχίο που δεν μπαίνει στο αρχείο; Ο στιχουργός δεν αναφέρει σε τι ακριβώς αναφέρεται το αντικείμενο «το» που παίρνει η Λίζα. Πάντως είναι πιθανόν κάτι που μπορεί να γίνει κορνίζα, αλλά και να μπει στην πρίζα. Κατά τον λημματονουνό Γκάτσμαν, επίσης, είναι κάτι που μπορεί «να το δώσει στην Νταίζη να έχει να παίζει». Δεδομένου πάντως του υπονοουμένου που υπάρχει στην έκφραση τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα, το οποίο αναλύεται περαιτέρω στο λήμμα AC/DC, πιθανόν αυτό που παίρνει η Λίζα να είναι ο μπαργαλάτσος.

Το θέμα δεν είναι βεβαίως να συλλάβουμε αυτό το σημαινόμενο, που συνεχώς θα μας ξεφεύγει, (ούτε καν να εξαπολύσουμε τον φαλλό ως «προνομιακό σημαίνον» κατά Λακάν) αλλά να δούμε σε ποιες συνταγματικές σχέσεις χρησιμοποιούμε την φράση. Πρόκειται για έναν άντρα που είναι βαριεστημένος στο μάξιμουμ και μπιφτεκωμένος από μια Λίζα ή Frau Lisa γερμανιστί, η οποία του φέρνει εξτρά τύπους στην παρέα, και μάλιστα κοντούς (με βιοτεχνία στη Νέα Ιωνία!) και από τα Φιλιατρά, που μιλάει αγγλικά αντί να μιλάει ελληνικά, και γενικά τον κουράζει και του καίει την μίζα. Οπότε η έκφραση λέγεται όταν πραγματικά έχουμε κουραστεί από μια γκόμενα, είτε Ελλεεινίδα είτε Αμερικλάνα, όπως η Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις, για την οποία η έκφραση χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, είτε Ιταλίδα, όπως η Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, είτε ό,τι. Όταν έχουμε κουραστεί από την γυναικεία έλλειψη ντεκλαροσύνης, απ' τα τσαλίμια, την ετερογλωσσία, απ' το να μας θεωρούν md σε sister operating system κ.τ.λ., και θέλαμε απλώς να της δώσουμε κάτι ό,τι να το κάνει κορνίζα, να το βάλει στην πρίζα και να μας αφήσει ήσυχους.

Ασίστ: GATZMAN από Δ.Π.

Τι παίρνει η Λίζα;

  1. Μπαργαλάτσο, όπως εδώ;
    Πάρτον Λίζα και κάντον κορνίζα
    “Καλύτερα μουνόδουλος και να κάνω δουλειά μου παρά να μένω με το πουλί στο χέρι λόγω κάλου στον εγκέφαλο…”

  2. Φλιτζάνι τσαγιού, όπως εδώ;

Πάρτο Λίζα και κάντο κορνίζα, φαίνεται να σκέφτηκε τουρίστρια με ψυχολογικά προβλήματα στο Λούβρο.
Συναγερμός στο μουσείο του Λούβρου. Αφορμή η εκτόξευση φλιτζανιού του τσαγιού (!) στη Mona Lisa. Ευτυχώς, που ο διάσημος πίνακας, φυλάσσεται σε βιτρίνα με αλεξίσφαιρο τζάμι και δεν υπέστη κάποια ζημιά. Δράστης της επίθεσης, μία Ρωσίδα τουρίστρια, η οποία συνελήφθη και παραπέμφθηκε για ψυχολογική γνωμάτευση, ενώ το μουσείο κατέθεσε μήνυση σε βάρος της

  1. Τηλέφωνο, όπως εδώ;

Πάρτην Κοντολίζα και κάντην κορνίζα!
Λογικά τώρα θα αναρωτηθείτε πώς μας ήρθε στα καλά καθούμενα και θυμηθήκαμε το ρόλο «ταχυδρόμου» και «μεσάζοντα» των ΗΠΑ που έπαιζε ο κ. Παπανδρέου όταν οι φίλοι του οι Αμερικάνοι βομβάρδιζαν τη Γιουγκοσλαβία. Η εξήγηση είναι απλή: «Θαυμάζουμε» τη ...συνέπεια του ανδρός. [...] Θέλετε απόδειξη; Ε, λοιπόν, ορίστε: Δεν πρόλαβε ο κ. Παπανδρέου να γυρίσει από την επίσκεψή του στη Συρία και στο Λίβανο και η πρώτη του δουλιά, προτού ακόμα ασχοληθεί με την εκλογή της κυρίας Μαριλίζας (Ξενογιαννακοπούλου), ποια λέτε ήτανε; Μα τι άλλο από το να πάρει αμέσως στο τηλέφωνο την πιο αγαπημένη του «Λίζα» στον κόσμο - όπως επισήμως, μάλιστα, μας ενημέρωσε το Γραφείο Τύπου του ΠΑΣΟΚ - την ...Κοντολίζα Ράις, την υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, για να την ...ενημερώσει για τα αποτελέσματα της επισκέψεώς του στην περιοχή...

  1. Πτυχίο, όπως εδώ;
    Πάρτο Λίζα και κάντο κορνίζα! Πήρα πτυχίο!Πήρα πτυχίο!
    Είναι μεγάλη χαρά και ανακούφιση...
    Αλλά από δω και εμπρός τί;;
    Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα...Με τρομάζει το άγνωστο στο οποίο θα βαδίζω απ'αυτή τη στιγμή κι έπειτα..μέχρι τώρα είχα αρχικά την ασφάλεια του σχολείου,μετά της σχολής,είχα ένα σκοπό και τον ακολουθούσα..

Ή κάτι άλλο; Βάλτε την φαντασία σας να δουλέψει.

ΤΟ ΑΣΜΑ

Στίχοι: Σταμάτης Κραουνάκης
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Μακεδόνας

Τηλεφώνησες πάλι
να μου κάνεις κεφάλι
να σου πω να μου πεις
κοιτά μόνο την ώρα
ουτέ χτες ουτε τώρα
θα φανείς συνεπής
πάλι θα κανονίσεις
να μου ξεκουβαλήσεις
και κανέναν εξτρά
τον κοντό κολλητό σου
ή κανέναν γνωστό σου
από τα Φιλιατρά.

Τηλεφώνησες πάλι
απ' τον κύριο Τσάρλυ
που σου κάνει αγγλικά
τηλεφώνησες πάλι
και σ' ακούγανε κι άλλοι
μίλα ελληνικά
άμα θες να σε βγάζω
και να σε συναρπάζω
νασαι πιό ντεκλαρέ
μου 'χουν πει στο φλυτζάνι
πως μια Λίζα με κάνει
φιλετάκια πουρέ

Πάρτο Λίζα
και κάντο κορνίζα
και βάλτο στην πρίζα
να κάνει σουξέ
το πτυχίο
δεν μπαίνει στ' αρχείο
κορίτσι για δύο
τσιφλίκι μπαξέ
πάρτο Λίζα
και κόντο κορνίζα
και μες στο IBIZA
μπορεί να συμβεί
το μοιραίο
κορίτσι λαθραίο
κομμένη στο λέω
όχι άλλη στραβή

Τηλεφώνησες πάλι
όπως έβλεπα Γκάλη
να μου κάνεις ρελάνς
με κουράζεις ρε Λίζα
θα μου κάψεις τη μίζα
και θα πάρω ρεβάνς
όλο dear και honey
αϊ σιχτίρι Γιορντάνι
πάνε βρες τον κοντό
που 'χει βιοτεχνία
μες την Νέα Ιωνία
και αμάξι μπορντώ

Τηλεφώνησες πάλι
απ' το δίπλα μπακάλη
που τον λένε Μικέ
δεν γουστάρω Λιζάκι
αλογάκι σε σκάκι
σε αγώνα σικέ
Τηλεφώνα στη Νταίζη
να σου κάνει τραπέζι
με σαμπάνια ΚΑΙΡ
και φωνάξτε την Ντέπυ
που 'χει βίτσιο να βλέπει
μοναχά Ρίτσαρντ Γκηρρρρρ.

Πάρτο Λίζα
και κάντο κορνίζα
και βάλτο στην πρίζα
να κάνει σουξέ
το πτυχίο
δεν μπαίνει στ' αρχείο
κορίτσι για δύο
τσιφλίκι μπαξέ
πάρτο Λίζα
και κόντο κορνίζα
και μες στο IBIZA
μπορεί να συμβεί
το μοιραίο
κορίτσι λαθραίο
κομμένη στο λέω
όχι άλλη στραβή

Πάρτο Φράου Λίζα (από Khan, 25/08/09)Και μες στο/στην Ιμπίζα μπορεί να συμβεί! (από Khan, 25/08/09)(από allivegp, 25/08/09)(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση, της αλήστου μνήμης εποχής, όταν ζούσαν οικόσιτες υπηρέτριες στα σπίτια των αστών, που τραγουδούσανε άσθματα (sic) του συρμού, που τ' ακούγανε στο ραδιόφωνο καθώς κάνανε το νοικοκυριό.

Τα τραγούδια αυτά ήτανε γλυκερά «αρχοντορεμπέτικα», ακίνδυνα και εν τέλει ανούσια (π.χ. «άρχισαν τα όργανα»). Συνήθως περιείχαν μια χαμένη αγάπη, ένα όνειρο, τη μάνα κλπ ή ήταν χαζοχαρούμενα (π.χ. «σ' αγαπώ ελληνικά» κλπ).

Τα καημένα τα δουλικά (παστρικότατα, συνήθως εξ Αιγαιοπελαγίτικων νήσων ορμώμενα), ξεβρομίζοντας τους ρυπαρούς άρτι αστούς που τα εκμεταλλεύονταν παντοιοτρόπως, άκουγαν τα τσιχλοτραγουδάκια και περιορίζονταν στην ελπίδα ότι ο φαντάρος που τους κάνει τα γλυκά μάτια, θα τους βάλει την κουλούρα (βλ. το μισό ελληνικό κινηματογράφο π.χ. «Όταν λείπει η γάτα», «Ο Πειρασμός», «Όλοι οι άντρες είναι ίδιοι», «Ο Ηλίας του 16ου», «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», «Η σοφερίνα» κ.α.).

Την μαζική κατασκευή εν χορδαίς παπαριών, συνέχισε μετά ζήλου η Χούντα (π.χ. «Η κυρά Γιώργαινα» κ.α.) και την αποτέλειωσαν το στεγνό εμπνεύσεως Νέο Κύμα και τελικώς οι «έντεχνοι» με ασυναρτησίες δίκην υψηλής ποιήσεως. Υπ' όψιν, ότι τέτοια τραγούδια ουδέποτε έστω ψιθυρίσθηκαν από μάγκικα χείλη.

Δεν έχει εφαρμογή στις μέρες μας η έκφραση για πολλούς λόγους:

  • Oι παραδουλεύτρες (ακόμα και οι οικόσιτες) είναι αλλοδαπές και δε πολυσκαμπάζουν ελληνικά ή γουστάρουν τα δικά τους.
  • Tο ραδιόφωνο το έχει προ πολλού υποσκελίσει η τηλεόραση, που βάζουν οι νοικοκυρές στο σαλόνι (και στην κουζίνα).
  • Tις μουσικές αυτές (που είχαν έστω πλήρη ορχήστρα) έχουν εξαφανίσει μπιτάτα σκυλοτράγουδα, στα οποία αρέσκεται η λαϊκούρα (εγχώρια και μη).

- Μωρή Μαρίααααα! Σταμάτα πια αυτά τα τραγούδια της σκούπας, που' χεις πιάσει απ' το πρωί! Μου πήρες το κεφάλι!
- Μάλιστα κυρία!

Για τις μεγαλωμένες με γαλλικά και πιάνο (από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους μαραγκούς και τους μηχανικούς, η σφήνα έχει μια καθωσπρέπει έννοια, την οποία όλοι γνωρίζουμε και γω βαριέμαι να αναπτύξω εδώ. Θα ασχοληθώ με τις σλανγκ σφήνες, τουτέστιν:

  1. Το να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν, το να χώνεσαι ανάμεσα στο νταραβέρι δύο ανθρώπων μπλοκάροντάς τους, ακριβώς όπως μια σφήνα χώνεται πχ κάτω από ένα παραθυρόφυλλο και το ακινητοποιεί, παρόλο τον αέρα.

  2. Στο οδήγημα, το να κάνεις σφήνες είναι το να χώνεσαι με ευελιξία και ταχύτητα ανάμεσα στα άλλα εν κινήσει αυτοκίνητα. Ακόμα καλύτερα είναι να το καταφέρνεις ήσυχα (όσο και γοργά), χωρίς να αναβοσβήνεις τα φλας ή τα προβόλια. Κάνοντας σφήνες ελίσσεσαι πολύ γρηγορότερα απ' όλους που πήζουν στην κίνηση. Βρίσκεσαι σε κατάσταση μόνιμου στοιχήματος με τον εαυτό σου και με τους άλλους: βάζεις σημάδι κάποιο ευδιάκριτο όχημα και κοιτάς αν πράγματι προχωράς μες τον χάος ή αν ο μύθος με τον λαγό και τη χελώνα έχει βάση (και έχει, πολλές φορές).

Το οδήγημα αυτό χαρακτηρίζει τους καυλοτίμονους εν γένει, αλλά δεν είναι πάντα γοητευτικό. Είναι καταστροφικό αν είσαι άπειρος οδηγός ή ηλίθιο καυλόγκαζο. Είναι επίσης εκνευριστικότατο όταν γίνεται από ταξιτζή. Ο καλός οδηγός δεν είναι ντε και καλά ο καυλιάρης, είναι αυτός που με το γάντι υπερέχει όλων, χωρίς να έχει προκαλέσει ατύχημα σε ανθρώπους ή ζώα και χωρίς να το κάνει σκόπιμα ώστε να εκνευρίσει τους άλλους. Ανάλογα με το ποιον της σφήνας κρίνεται και ο οδηγός.

  1. Εξάρτημα που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες (pin)

  2. Αξεσουάρ σεξουαλικής διέγερσης για πρωκτικό σεξ.

  1. - Και μετά;
    - Ε τι και μετά, μετά μπήκε σφήνα στη συζήτηση η μάνα της και τα γάμησε όλα. Πάνω που είχαμε ηρεμήσει, ξαναπήρε ο καυγάς.

  2. - Ρε μαλάκα, κοφ' τις μαλακίες, σου έχω πει ότι όταν οδηγείς το αμάξι μου δε γουστάρω σφήνες και καγκουριλίκια...
    - Ε όχι και γκάγκουρας εγώ, δεν το σπάω το αμάξι, το πάω μαλακά, βελούδο... όχι και γκάγκουρας...

  3. Πέρασε την καινούρια χορδή μέσα στον καβαλάρη και τράβηξέ την μέχρι το μεταλλικό τερματικό να «πιάσει» πάνω στο ξύλο. (και ενοείται ότι εφόσον «πιάσει» το μεταλικό τερματικό στο ξύλο, τότε βάζουμε την «σφήνα». Εάν μπεί η σφήνα (ή pin ή πέστε το όπως επιθυμείτε) , ενώ το μεταλλικό τερματικό δεν έχει «πιάσει» στην κάτω οπή του καβαλάρη, τότε κατά το κούρδισμα «τραβιέται» πρός τα πάνω, με αποτέλεσμα πα σπάει ή χορδή...).

  4. - Ρε συ το έμαθες ότι η Σταματία και ο Λάκης χώρισαν;
    - Ναι ρε, πώς έγινε αυτό τόσο ξαφνικά;
    - Καλά, πέθανα στα γέλια όταν τό 'μαθα... Χώρισαν γιατί αυτός της χάρισε για τα πέντε τους χρόνια μια σφήνα που αγόρασε από ένα σεξομάγαζο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική Σκαρίμπεια έκφραση (κλασσική πλέον), που αναφέρεται στους κουραδόμαγκες και στους βλάχους, που μόλις πιούνε κανα ποτήρι παραπάνω, σερνικώνουνε ευθύς και απαιτούν να χορέψουν ζεϊμπέκικο (δικής τους χορευτικής εμπνεύσεως), χαζοπηδώντας σα να πατάνε σταφύλια, παρά τα θυμηδή χαμόγελα των μουσικών.

Είπαμε. Η κοινωνική αναμόχλευση στην Ελλάδα (ιδίως μετά τη Χούντα), απέβη μοιραία για την ορατότητα των κοινωνικών τάξεων. Αυτά τα «εργάτες-αγρότες-φοιτητές», μας αποτέλειωσαν. Ο Κοεμτζής μπορεί να καθάρισε καμπόσους για μια παραγγελιά (λέει), αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Η αρετή μπορεί να είναι διδακτή, μπορεί και όχι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον χορό.

Οι περισσότεροι σημερινοί άνδρες θεωρούν καθήκον των να παραλληλισθούν προς τους ασίκηδες ανατολίταις (κι ας φοράνε εβροπαηκό κουστούμι κι ας πιθηκίζουνε τα θέσφατα του Ζαμπούνη), όμοια όπως οι περισσότερες γυναίκες παρασταίνουν το εντεψίζικο νταρντανοθήλυκο της παλιάς (σκατά!) γειτονιάς, λικνιζόμενες σε μελάτα νησιωτο-τσιφτετέλια, χωρίς να τα γνωρίζουν -ενώ πληρώνουν αδρά για μαθήματα ταγκό (sic)- (κι ας φοράνε Ντιορ κι ας έχουν διδακτορικό φιλοσοφίας).

Για την ιστορία, τα κατά τόπους ζεϊμπέκικα, ούτε αποκλειστικά κατά μόνας χορεύονται (βλ. το χορικό στον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου), ούτε ανδρικό προνόμιο είναι (π.χ. Στο τούρκικο ζεϊμπέκικο χορεύει κι η γυναίκα, που όμως κάνει διαφορετικές κινήσεις π.χ. σαν να φέρνει νερό με τη στάμνα κλπ).

Δυστυχώς, ο παραδοσιακός χορός κι η μουσική στην (όποια) Ελλάδα, έχουν κακοποιηθεί βάναυσα και οποιαδήποτε ρετροβασία (κατά το κτηνοβασία) αποβαίνει άκαρπη.

Υφίσταται μια μυθολογία (και παπαρα-φιλολογία) γύρω απ’ το τρίπτυχο ρεμπέτικο-μαγκιά-ζεϊμπέκικο, αλλά δεν προτίθεμαι να ρίξω το άπλυτο φως, γιατί θα σεντονιάσει ο ορισμός.

Άλλωστε, περί τα «βαριά πεπόνια» και τα σεντόνια, υπάρχει και το σκωπτικόν:
«Αντώνη-Αντώνη-μην τρώς πολύ πεπόνι-ο κώλος σου τεντώνει-θα χέσεις το σεντόνι».

- Πώ ρε σύ, κοίτα τί φιγούρες κάνει ο τύπος!
- Χαρά στον κύριο με μί κεφαλαίο! Σα να πατάει σταφύλια κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση συνώνυμη του τρεις και ο κούκος, δηλαδή πολύ λίγοι. Δηλώνει την απόλυτη μειοψηφία.

Δηλώνει όμως και την στενή σχέση, την απόλυτη συντροφιά.

Το συναντάμε και ολόκληρο, «εγώ, εσύ και τ' αμπαζούρ το θαλασσί».

Από το τραγούδι της Βέμπο «Αγκαλιά εγώ και 'συ στ' αμπαζούρ το θαλασσί» ( ή Νάνι, νάνι…), 1939, Χρ. Γιαννακόπουλος / Γ. Κυπαρίσσης.

  1. ...επειδή είμασταν εγώ κι εσύ και τ'αμπαζούρ το θαλασσί στην επιστροφή κι όχι συγκροτημένη πορεία όπως στην κατηφόρα, μερικοί μηχανοκίνητοι μπήκανε εμβόλιμοι προς στιγμή, αλλά οι τροχαίοι τους στέλνανε έξω αμέσως.

  2. Κι εκεί που λέγαμε πως αυτό το πηγάδι δεν έχει πάτο, βρεθήκαμε μούρη με μούρη με τον πάτο. Αγκαλιά εγώ κι εσύ στο αμπαζούρ το θαλασσί από κάτω- με τον πάτο! Η χειρότερη οικονομική κρίση από τη μεταπολεμική Ελλάδα μέχρι σήμερα! Το τραγικότερο αδιέξοδο των τελευταίων 60 χρόνων!

  3. Καλημέρα κορίτσια.
    Βααααααααααααααααλλλλ εσύ κι εγώ , εγώ κι εσύ και τ αμπαζούρ το θαλασσί. Χτες μου έφυγε η μαγκιά. Μαμώ τα τρεξίματα. Και το βράδυ έριξα κι ένα τρίωρο αγρύπνιας λόγω του τσογλαναρέα του γιού μου.
    Αλλααααααααααααααα..............κρατιέμαι. Φιλούρες προς το παρόν

Είμαι εγώ «αμπαζούρ θαλασσί»...; Κόκκινο, ναι. Αλλά θαλασσί...;;;; (μπλιαχ!)

  1. Όχι «κυρίες» και «κύριοι». Δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ με το αμπαζούρ το θαλασσί, το κουκλοθέατρο, τα φτιασιδώματά σας.

  2. Το άσμα:
    Έξω βρέχει πολύ κι είν’ η νύχτα θολή
    λες και βρέχει παντού στον πλανήτη
    που να πάμε και πως και ποιος θα ‘ναι ο σκοπός
    πιο καλά να καθίσουμε σπίτι
    Να κτενίσω μαλλιά, να κατέβω σκαλιά
    δεν αξίζει στ’ αλήθεια ο κόπος
    ας καθίσουμε εδώ να με δεις να σε δω
    κι ας περάσουμε απόψε όπως-όπως

Αγκαλιά εγώ κι εσύ στ΄αμπαζούρ το θαλασσί από κάτω
μ’ ένα-δυο μαρασκινό κι ένα τσιγαράκι αγνό μυρωδάτο
με πινάκλ ή με κουνκάν στο ντιβάνι
θα περάσει η βραδιά τι θα κάνει
κι όταν φτάσει πια η μισή
αγκαλιά εγώ κι εσύ νάνι, νάνι

Θα κυλήσει η βραδιά πληκτική και βαριά
αλλά θα ‘ναι απαλή και ωραία
γιατί πάνε καιροί, τι αλήθεια σκληρή
που δεν κάνουμε οι δυο μας παρέα
Στοργικά, φιλικά, βυθισμένοι γλυκά
στου καπνού τις γαλάζιες τουλίπες
θα μιλάμε αργά και θα λέμε σιγά
τους καημούς, τις χαρές μας, τις λύπες

Αγκαλιά εγώ κι εσύ…

(σ.ς.: σήμερα θα είχε λογοκριθεί από την αντικαπνιστική εκστρατεία το τραγουδάκι αυτό)

(από ironick, 01/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση από τον καραγκιόζη. Την απευθύνει στο μαέστρο (διευθυντή της μπάντας), δίνοντας το έναυσμα για το τι θα ακολουθήσει. Συνήθως ένας καλαματιανός, και πολύ γλέντι.

Η φράση σημαίνει ακριβώς το ίδιο στα ιταλικά, κυριολεκτικά «εμπρός μαέστρο». Η λέξη «maestro» στα ιταλικά σημαίνει πρωταρχικά δάσκαλος, μετά διευθυντής ορχήστρας, και μετά άλλα 30 πράγματα. Είναι καθ' όλα δόκιμος όρος, και συνήθως χρησιμοποιούν μόνο το αβάντι σαν έναυσμα. Με λίγα λόγια, είναι πιο πολύ ελληνική έκφραση (sic) και μάλλον επτανησιακή, απ' όπου και ο καραγκιόζης την άδραξε (ψιλοεικασία), όπως μαεστρικά έκανε από όπου πέρναγε.

Στη σλανγκ εκδοχή της, η φράση σημαίνει ξεκινούν τα παρατράγουδα, το τζέρτζελο, τα πανηγύρια και, πάνω από όλα, τα καραγκιοζιλίκια. Πολλές φορές χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία που έχει η φράση «άρχισαν τα όργανα!!!».

  1. η γκρίνια είναι στο αίμα μας... όπως και η μαλακία... όταν ο 'έλληνας' παραδεχτεί πόσο μαλάκας είναι, ίσως γίνει κάτι... μέχρι τότε... ΑΒΑΝΤΙ ΜΑΕΣΤΡΟ!!!
    (από FB)

  2. - Ξεκίνησαν οι από πάνω να μαλώνουν πάλι! Αβάντι μαέστρο! Μην αφήσετε τίποτα όρθιο!!!

(από electron, 18/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «κάτι άλλο», το «επί πλέον» στο παίξιμο μουσικού οργάνου, κυρίως του τρίχορδου μπουζουκιού, αλλά όχι μόνον.

Ρεμπέτικη μουσική ιδιωματική λέξη της οποίας ως πατήρ φέρεται ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κατάγεται από το ταξίμι, τα περισσότερα των οποίων ξεκινούν με ένα κοφτό παίξιμο 4 νοτών, ηχομημιτικά «νταρουνταντράμ», σαν να λένε «προσοχή», «ησυχία».

Αν λοιπόν η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη, το παίξιμο δεν σε «γονατίζει», δεν σε «λιγώνει» και δεν σε ταξιδεύει, τότε δεν το έχεις το νταρουνταντράμ. Δεν έχεις αυτό το κάτι άλλο, που θα καθηλώσει το ακροατήριο. Είσαι ένας, μπορεί και πολύ καλός, «απλός» οργανοπαίκτης. Διότι δεν αναφέρεται στην δεξιοτεχνία, αλλά στο αν καταφέρνεις να μιλήσεις με την ψυχή του οργάνου.

Η λέξη βγήκε και έξω από τα ρεμπέτικα μουσικά τείχη, όχι όμως σαν οργανοπαικτική αξιολόγηση, αλλά σαν χαρακτηρισμός της ικανότητας που έχει ή δεν έχει κάποιος, σε σχέση με αυτό που καταπιάνεται.

Από την δεκαετία 1960 και μετά, η λέξη ξεχάστηκε και δεν χρησιμοποιείται πλέον.

-Μάρκο τι λές για τον Νώντα και το μουζουκάκι του;
-Καλός είναι, αλλά δεν το έχει το νταρουνταντράμ μωρ' αδερφάκι μου.

-Έμαθα πήρες τον Νικόλα στην δούλεψή σου. Πως τον κόβεις;
-Φίνος είναι και θα πάει μπροστά. Το έχει το νταρουνταντράμ.

(από Βασίλης-7, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρήση βασίζεται στο ομώνυμο μιούζικαλ (La cage aux folles) του Χάρβει Φερστίν.

Ένας χώρος όπου τα μέλη του το παίζουν, δείχνουν ή παρουσιάζονται ως τρελοί και εκκεντρικοί. Ένας τέτοιος προσδιορισμός, θα μπορούσε να δοθεί σε μια οικογένεια, σε μια παρέα, σε ένα τμήμα μιας εταιρείας, σε μια εταιρεία, σε μια τοπική κοινωνία και γενικότερα σε οποιοδήποτε κοινωνικό σύνολο ανθρώπων λειτουργεί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διαφορετική κουλτούρα και νοοτροπία, από την κουλτούρα των ατόμων του περιβάλλοντα χώρου. Τα άτομα ζουν απομονωμένοι από τις επιδράσεις των άλλων, στον κόσμο τους, με τους δικούς τους κώδικες και τους δικούς τους κανόνες με αποτέλεσμα να προσδίδεται στο χώρο τους μια διακριτότητα. Γι' αυτό οι άλλοι αντιλαμβανόμενοι αυτή τη διακριτότητα, θεωρούν το συγκεκριμένο χώρο ως κλουβί και τους «αυτοεγκλωβισμένους», ως τρελούς.

- Όλα τα άτομα στο λογιστήριο, είναι πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλο. Ένα μάτσο ανισόρροποι, που κανείς δεν έχει καλή γνώμη για αυτούς. Αυτοί όμως δένουν αρμονικά μεταξύ τους.
- Έχει να κάνει με τη φύση της δουλειάς τους;
- Όχι. Μιλάω για το χαρακτήρα τους. Είμαστε χρόνια συνάδελφοι και τους έχουμε γνωρίσει προσωπικά.
- Πώς το εξηγείς;
- Απλά, ο διευθυντής του τμήματος που είναι κι αυτός κάπως έτσι και χειρότερα, έχει κάνει τις προσλήψεις. Οπότε καταλαβαίνεις... Όμοιος ομοίω και κοπριά στα λάχανα.
- Εμ...άμα δεν ταιριάζανε δεν θα συμπεθεριάζανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified