Πρόκειται για φυλές φίλων τση χιπχόπ, άκα χιπχοπάκια.

Η αποδελτίωση των φυλώνε είναι πέρα από τους σκοπούς του ορισμού αυτούνου, ωσεκτουτού περιοριζόμεθα στα απολύτως βασικά: οι χιπχοπάδες είναι συμπαθείς κατά τα λοιπά μαδαφάκες που όταν δεν ακούν ή / και χώνουν ρίμες, κάνουν γκράφιτι και μπρέικντανς. Η ενδυματολογικές τους επιλογές ξεκινάνε από διακριτικό γκαντζ και καταλήγουν στο λουκ του Ali G και τα αγαπημένα τους επιφώνημα είναι γιο! και ρησπέκτ!

Disclaimer: στην Ελλάδα υπάρχουν πάμπολλες φυλές χιπχοπάδων, γουαναμπήδων και μη. Χάριν οικονομίας, θα αρκεστώ στο τσουβάλιασμα δυο μεγάλων σκηνών, οι οποίες σιχαίνονται αλλήλους:

  • Οι Διονυσιακοί: ραπερόνια ελαφρών βαρών που δεν παίρνουν τον εαυτό τους και πολύ στα σοβαρά με αποτέλεσμα να κατηγορούνται από άλλες φυλές για μεϊνστριμίλα. Πιονέροι της σκηνής τα χαβαλεδιάρικα ΗΜΙΖ, που εξακολουθούν να πραγματεύονται και τα πιο «σοβαρά» θέματα λολαδερώ τω τρόπω. Έτεροι εταίροι οι Goin' Through, οι Stavento, ο Υποχθόνιος.
  • Οι Απολλώνιοι: οργισμένοι βαρυψώληδες σταυροφόροι κατά πάσης κοινωνικής αδικίας που παίρνουν τον εαυτό πάρα πολύ στα σοβαρά. Στέκι τους το www.hiphop.gr. Μια σημαντική συνομοταξία αποκηρύσσει την χιπχόπ μετά βδελυγμίας δίκην εναλλακτικίλας και αυτοπροσδιορίζεται λοουμπαπάδες. Προεξέχων ο B.D. Foxmoor των Active Burger. Βλ. επίσης Totem, Βαβυλώνα, Non Grata, Βrigade αλλά και την πα μαλ, πα μαλ Sadahzinia.

Η μόνη αφορμή που προκάλεσε σχεδόν όλες οι φυλές των χιπχοπάδων να συνευρεθούν ειρηνικάήταν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ίσως απειδή ο ακομπλεξάριστος Killah P υποδήλωνε στοιχεία κι από τα δύο ρεύματα (συγκρίνατε την Κρίση και το Ρούμι Τεκίλα με τα Εκτός Ελέγχου και [Σιγά μη Κλάψω](Σιγά μην κλάψω)).

Τέλος, λίγα λόγια για την ετυμολογία του όρου. Ο χιπχοπάς, όπως και τα συναφή χιπστεράς, χίπης, χιπ, καθώς και η ζητωκραυγή χιπ, χιπ, ουρά! (και ταλιμπάν) είναι εκ του «hep», παμπάλαιας σλανγκιάς για ψαγμένα άτομα (βλ. εδώ). Πρώιμο παράγωγο από τον χώρο τση τζαζ: hepcat.

Οι θεωρίες διίστανται για την πρωθύστερη προέλευση του hep:

Διαλέγετε και παίρνετε.

1.
- Στα Δυτικά οι Χιπχοπάδες Συζητούν για τον Σεξισμό Μέσα μας. Μια ανοιχτή συζήτηση με αφορμή το στίχο που δίχασε τον κόσμο στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ.

2.
-Συνέντευξη τύπου Χιπχοπάδων για τον δολοφονηθέντα Killah P (Βίντεο) - #KillahP

3.
- Η συντριπτική πλειονότητα των χιπχοπάδων έχει i.q. μικρότερο του μέσου.
1)Αδυνατούν να διαβάσουν ένα κείμενο πάνω από 5 γραμμές
2)Αδυνατούν να συνθέσουν ένα κείμενο πάνω από 2 γραμμές.
3)Το λεξιλόγιό τους περιορίζεται σε 100 λέξεις.
4)Μιλάνε για πράγματα που δεν ξέρουν και έχουν και φανατική άποψη κιόλας

4.
- Λοιπον, οπως εχω ηδη πει, πιστευω οτι ενα σοβαρο πληγμα για την ελληνικη χιπ χοπ σκηνη ηταν (και δυστυχως ειναι) ο διχασμος του κοινου σε «χιπχοπαδες» και «λοουμπαπαδες». Προσωπικα δεν βαζω ταμπελες στην μουσικη, δηλαδη ακουω οτι μ αρεσει, αλλα προτυμω ο καλλιτεχνης που ακουω να ειναι παραδειγμα προς μιμηση σε μενα.

(από Khan, 10/07/14)Μεταξύ των διονυσιακών στιγμών μπορεί να συγκαταλεγεί και η πανούσειος στροφή του πρώην λοουμπαπά Νικήτα Κλιντ. (από Khan, 15/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!

Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.

Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).

  1. (στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
    - Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
    - Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!

  2. (από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
    «Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »

Το τραγούδι του Διονυσίου στην αρχή όλα τα λεφτά!!! (από Cunning Linguist, 26/09/10)Τα τρομπαδούρικα! (από Cunning Linguist, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακοφωνίξ σαξοφωνίστας, αυτός που εκτελεί στην κυριολεξία το κομμάτι του. Από το σαξόφωνο + φονιάς, αν έχετε απορία.

Ο σολίστ αρρώστησε και τον αντικατέστησε ένας άλλος. Εμείς όμως ξέραμε ότι πρόκειται περί σαξοφονιά κι έτσι δεν πήγαμε στη συναυλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του τσιφτετέλικου άσματος του Πάνου Κιάμου «Ολοκαίνουργιος», από το ομώνυμο άλμπουμ του 2011.

Το επίθετο αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος μόλις χώρισε και αισθάνεται «Ολοκαίνουργιος», δηλαδή έτοιμος για νέες κατακτήσεις. Σαν να μην τρέχει τίποτα. Δε πα να σκάσει μύτη η πρώην μπροστά του, αυτός είναι βράχος. Κοινώς, είναι έτοιμος να βάλει γκολ σε άλλο γήπεδο.

Στίχοι:
[I]Μόλις βρίσκω δύναμη να ζήσω
πάντα κάπου θα σε συναντήσω
είσαι το βασανιστήριο μου
τέτοιο πράγμα ούτε στον εχθρό μου.

Σπάω κι όσο έρχεσαι κοντά μου
πίνω ότι βρίσκεται μπροστά μου
τρέμω αν νομίζω απόψε το 'χω
με μια λέξη να σου πω πως νιώθω

Ολοκαίνουργιος, από πάνω μέχρι κάτω
ευτυχώς προχωράω παρακάτω
η αγάπη σου κεφάλαιο που κλείνω
από σήμερα ολοκαίνουργιος θα γίνω
θα γίνω, θα γίνω, θα γίνω, ολοκαίνουργιος
θα γίνω, μακρυά σου ολοκαίνουργιος

Πάλι ξεκινάς τις εξηγήσεις
ήρθες για να το πανηγυρίσεις
κι έτσι επειδή με είδες μόνο
είπες να κεράσεις λίγο πόνο
Όσο με κοιτάζεις και παγώνω
ψάχνεις με τα χέρια σου αν λιώνω
τρέμω μα νομίζω απόψε το 'χω
να σου πω τι κάνω και πως νιώθω

Ολοκαίνουργιος, από πάνω μέχρι κάτω
ευτυχώς προχωράω παρακάτω
η αγάπη σου κεφάλαιο που κλείνω
από σήμερα ολοκαίνουργιος θα γίνω
θα γίνω, θα γίνω, θα γίνω, ολοκαίνουργιος
θα γίνω, μακρυά σου ολοκαίνουργιος
Ολοκαίνουργιος (Χ3)[/I]

- Τι κάνεις, είσαι καλά;
- Τι θες εσύ εδώ;
- Νευράκια; Απλά ήρθα να σε δω να μιλήσουμε.
- Ρε άντε και γαμήσου. Χωρισμό ήθελες, τελειώσαμε. Έχω γίνει ολοκαίνουργιος. Πάρε πούλο τώρα γιατί περιμένω ένα νέτο σε λίγη ώρα και θα μου χαλάσεις το κονέ.

(από HardcoreGR, 24/09/11)(από HardcoreGR, 24/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που εναγωνίως προσπαθεί να φτιάξει μια καθωσπρέπει εικόνα για τον εαυτό του με απώτερο σκοπό την πλήρη αποδοχή του από τους υπόλοιπους. Ποτέ δε θα διαφωνήσει με κάποιον κι αν το κάνει το ύφος του θα είναι απόλυτα κόσμιο και με όλους τους τύπους που υπαγορεύει το savoir-vivre. Πάει πάντα με τα νερά του συνόλου προσπαθώντας όσο μπορεί να τοποθετείται ανάμεσα σε όλες τις διαφορετικές απόψεις που τυχόν θα παρουσιαστούν.

  2. Στο χώρο των καλιτεχνών χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός κυρίως για τραγουδιστές οι οποίοι αναμασούν ή, κατά τους ιδίους, διασκευάζουν και ερμηνεύουν τα ιερά και τα όσια του ελληνικού τραγουδιού. Οι εν λόγω καλιτέχνες με δεδομένη τη δημιουργική στειρότητά τους, κόπτονται κατ' αρχήν για το σουξέ και την επιτυχία περισσότερο παρά για το τραγούδι. Έτσι διαλέγουν ένα καταξιωμένο τραγούδι από τα πολλά υπέροχα του Ελληνικού ρεπερτορίου, βάζοντάς του φωνητικά από διάφορες γκόμενες και άλλα πρόσθετα υποκατάστατα στην ύστατη προσπάθειά τους να το αποδώσουν με τον δικό τους τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως να του γαμάνε τη μάνα.

Το video του Πανούση είναι όλα τα λεφτά - δες παρακάτω.

«Το νταλαροειδές ονόματι Bono δε μου είναι ιδιαίτερα συμπαθές...το δε συγκρότημα έχει χάσει πλέον τη μουσική μου εκτίμηση, με όσα έχει καταθέσει δισκογραφικά εσχάτως (όπου εσχάτως, εννοώ καμιά 10ετία περίπου). Κρατάω την παρελθοντική τους τραγουδοποιία και προχωράω παρακάτω...»

Δες και νταλάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.

Βασικά γνωρίσματα:

  • Ένα τουλάχιστον προκλητικό μέρος του σώματος (ντεκολτέ, πλάτη, πόδια, ώμοι, κοιλιές, σπάλα, κιλότο, ποντίκι κλπ.) γυμνό.
  • Επίσημο υπόδημα τύπου γόβας (μυτερή ή κυρτή), πέδιλου (ανοιχτό ή μιουλ) ή μπότας (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και καουμπόικη αλλά με βγαλμένα τα σπιρούνια).
  • Κόμμωση (κούρεμα, χτένισμα ή φορμάρισμα) από χέρια ειδικού (μέ όνομα όπως «Λέλος Κανέλλος» κ.λπ.) και απαραιτήτως με τον επιθυμητό όγκο και γυαλάδα.
  • Εντυπωσιακό μέικ-απ με ανεκτές έως εκθαμβωτικές ποσότητες στρας.
  • Προσεγμένο μανικιούρ (συμβατικό ή γαλλικό) με βαφή νυχιών σε χρώματα από τα βασικά έως και «σάπιο μήλο».

Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:

Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμα και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.

- Πω πω σου λέωωω! Κόψε τα ξέκωλα μπροστά στο Praktiker.
- Μπουζουκομούνια φίλε μου. Όχι σαν τα λέσια που παρακαλάμε να μας κάτσουν στο BIOS.

(από Khan, 09/07/14)

Δες και μπουζουκογκόμενα, καθώς και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουζουκογκόμενα καλείται η συνηθισμένη γκόμενα που:

  • Νυχτοπερπατά σε όλους τους χώρους άνευ εξαίρεσης όπου κυκλοφορούν αμάξια τύπου Mercedes, αγωνιστικά και γενικά μουράτα.
  • Το μαλλί είναι σταθερά ντεκαπαρισμένο με καμένες τούφες από το πολύ πιστολάκι και τις πάρε να 'χεις βαφές ή extreme ανταύγειες.
  • Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το make-up της ή το φρουτένιο lip της.
  • Ακόμα και το πρωί μπορεί να την πετύχεις με γόβα-πίπτω και με μαλλί που να μην έχει ξεφύγει ούτε τρίχα από το πιστολάκι.
  • Δεν ξέρει ποτέ απ' έξω τον αριθμό του κινητού της.
  • Τα μπλουζάκια της είναι σχεδόν όλα έτσι ώστε να αφήνουν ένα σημείο hot για εκείνη τουλάχιστον ακάλυπτο.

Πάντα όμως υπάρχουν και οι μπουζουκογκόμενες high-classάτες. Αυτές που:

  • θα κρατήσουν την Louis Vuitton τους αλλά το μαλλί θα παραμένει καμένο και το νύχι σταθερά επιμηκυμένο.
  • Χρησιμοποιούν φράσεις όπως: ρε μωρό, ρε συ, ρε κοίτα τι αμάξι έχει, αχ σταμάτα (ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει αρχίσει αυτές το θεωρούν πολύ σέξυ).
  • Οι σχέσεις τους διαρκούν ένα μήνα το πολύ.
  • Κάθε Σάββατο πηγαίνουν σε club ή μπουζούκια και ακούνε γενικά Σάκη, μπουζουκοτράγουδα, ενώ αν τις ρωτήσεις τι είναι έντεχνο θα σου πουν όλες Χατζηγιάννης.
  • Τρελαίνονται για άντρες που φορούν mocassinia με φόρμες (έλεος), πουκάμισο οπωσδήποτε λίγο ανοιχτό το βράδυ και αρκετά τζελαρισμένοι.
  • Έχουν κάψει αρκετά έως πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με το να διαβάζουν Cosmopolitan και να τα μαθαίνουν απ' έξω μέχρι να έρθει ο κατάλληλος για να τα εφαρμόσουν.

Ενώ ο όρος χρησιμοποιείται και για τα σκυλιά, η μπουζουκογκόμενα έχει μία πιο προσεγμένη εμφάνιση.

– Αχ ρε συ κοίτα ένα αμάξι!
– Λες να πηγαίνει στο club που πάμε;
– Σκέφτεσαι;
– Αχ σταμάτααα! Λες να μου την πέσει;
– Αυτός που το οδηγεί ή το αμάξι;
– Ε;!

(Διάλογος μπουζουκογκoμενών)

Βλ. και μπουζουκομούνι καθώς και -μούνα, -γκόμενα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ραπερόνια τση εκ Περάματος ορμώμενης χιπχοπικής φυλής των low bap.

Πρωτοπόροι λοουμπαπάδες οι Active Member, συγκρότημα που ίδρυσε ο εύχοντρος B.D. Foxmoor το 1992 μετά από θεία επιφοίτηση σε συναυλία των Public Enemy.

Σε πείσμα του επικούρειου υπογαστρίου του ιδρυτή τους, πρόκειται για απολλώνια έκφανση της εγχώριας χιπχοπικής σχολής: οι λοουμπαπάδες είναι οργισμένοι μαυροφορεμένοι βαρυψώληδες-σταυροφόροι που τα χώνουν σε κάθε κοινωνική αδικία με πάθος αλλά χωρίς ιδιαίτερο χιούμορ αλλά και σε μεϊνστριμικούς χιπχοπάδες δίκην εναλλακτικίλας. Πέραν των Active Member βλ. και La Bruja Muerta, Umicah, Totem, Βαβυλώνα, Non Grata, Βrigade καθώς και την πα μαλ, πα μαλ Sadahzinia.

Εκτός από ραπ, οι λοουμπαπάδες φέρονται να ασχολούνται και με έτερα εικαστικά (βιβλίο, κινηματογράφο) και ακτιβισμό στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος.

Ετυμολογικά, εικάζω ότι το low αναφέρεται στο πιο αργό τους τέμπο (σε σχέση με την χιπχόπ), το δε bap αναφέρεται στην κοιλιά τ. ζυμαρούλη του Foxmoor ή σε ωδή στη βυζόμπα (βλ. εδώ).

1.
- ...ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΛΑΚΕΣ..Μ - Α - Λ - Α - Κ - Ε - Σ ΔΕ ΜΑΣ ΦΤΑΝΑΝΕ ΟΙ ΛΟΟΥΜΠΑΠΑΔΕΣ, ΟΙ ΙΛΙ8ΙΕΣ ΑΝΤΙΠΑΛΩΤΙΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΥΛ ΟΠΟΥ ΔΩ ΜΠΛΟΥΖΑ ΦΡΙΣΤΑΙΛ ΑΡΧΙΖΩ ΚΑΙ ΒΑΡΑΩ, ΤΩΡΑ ΘΑΧΟΥΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΚΣΥ ΜΑΣ..

2.
- Λοιπον, οπως εχω ηδη πει, πιστευω οτι ενα σοβαρο πληγμα για την ελληνικη χιπ χοπ σκηνη ηταν (και δυστυχως ειναι) ο διχασμος του κοινου σε «χιπχοπαδες» και «λοουμπαπαδες».

3.
- ….Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΕΜΑΤΟΣ ΜΑΥΡΟΝΤΥΜΕΝΟΣ ΛΟΟΥΜΠΑΠΑΔΕΣ….ΕΒΓΑΛΑ ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΑΙΔΩ ΤΟ ΤΕΤΡΑΧΡΟΝΟ ΚΟΥΝΗΤΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΗΡΑ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ …ΜΟΛΙΣ ΕΙΧΕ ΦΤΑΣΕΙ…ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ ΠΗΡΑΜΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ ΚΑΙ ΤΣΟΥΠ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΣΥΝΑΥΛΙΑΣ….

4.
- ΚΟΙΤΑΞΑ ΓΥΡΩ ΜΟΥ ....Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΕΜΑΤΟΣ ΜΑΥΡΟΝΤΥΜΕΝΟΣ ΛΟΟΥΜΠΑΠΑΔΕΣ.

  1. - Σχεδόν ινσέψιο: οι λοουμπαπάδες που κάνουν παπάδες
    (στάτους από το φατσομπούκι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κύριοι που ακούν ψαγμένη μουσική (π.χ. τζαζ, funk, soul, rock ακόμα και μέταλ), αλλά γουστάρουν και Μαζωνάκη και Πέγκυ Ζήνα.

- Έλα ρε Αλέξη, μα πάλι Μαζωνάκη ακούς, κρυφοσκυλά σε κόβω.
- Άντε γαμήσου ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified