Με το θράσος που επιτρέπει η σημερινή καταχώριση, ρισκάρω ένα νεογνό αυτοσχέδιο λήμμα. Προέκυψε από ένα σύμπτωμα το οποίο συζητείται εδώ και μέρες, στα σχόλια εδώ. Στην κρίση και στην χρήση σας, ωσεκτουτού.

Γαμησομασχάλης λοιπόν, είναι ο φετιχιστής γαμιάς ο οποίος τη βρίσκει με τις μασχάλες της/του παρτενέρ του –αυτά είναι!. Είτε για προκαταρκτικά ή για την τελική φάση, η αμασχάλη του ετέρου ημίσεος είναι το πεδίο δράσης του φετιχιστού.

Μα τον γούγλη! –που με έβγαλε ασπροπρόσωπη, θεματικά τουλάχιστον:

[I]α. Σεξ στη Μασχάλη: Πρόκειται για κείνους που αρέσκονται να κάνουν σεξ στη μασχάλη. Αλλιώς την ονομάζουν και «Τσεπάκι του Παραδείσου».

β. Εχετε σεξουαλικα φετιχ και αν ναι τι;
Εγω εχω με τις πατουσες !!
Ο κολλητος μου με τις μασχαλες!!![/I]


Το κόπυράιτ μεν δικό μου, αλλά η έμπνευσις από τον αναγραμματισμό του Γκάτσειου λήμματος που περιμένει την τύχη του στο ΔΠ.

Βρε τον Γιαννάκη τον γαμησομασχάλη... Από το πολύ τρίψιμο, του συγκάηκε ο πέοντας του μαλάκα... φαίνεται η γκόμενα είχε ξηγηθεί ξυράφι κι όχι χαλάουα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχει σχέση με τις αλλαξοκωλιές. Αναφέρεται όταν βάζουμε μόνο την άκρη του πέους κοινώς πουτσοκέφαλο, εις τον πρωκτό. Με λίγα λόγια είναι σαν να βάζουμε την μύτη. Οι μυτοκωλιές γίνονται συνήθως σε γυναίκες που δεν είναι συνηθισμένες στον πρωκτικό έρωτα, ώστε να μην τις πονέσουμε πολύ.

- Ρε μωρό μου, μη μου κάνεις μυτοκωλιές, δεν είμαι καμιά παρθένα!

(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλική πρακτική (προέκταση του γνωστού σε όλους πλέον μπουκάκι) διαδεδομένη κυρίως στα ιδιωτικά κολέγια των Η.Π.Α., η ζωή στα οποία έχει γίνει γνωστή μέσω ταινιών Hollywood (βλέπε American Pie 1, American Pie 2, American Pie 3 κτλ). Στόχος της πρακτικής αυτής, είναι η μείωση και ο εξευτελισμός της κοπέλας που συμμετέχει στην σεξουαλική πράξη. Συνήθως συμβαίνει ως τιμωρία σε γυναίκες που αρνούνται να πάρουν μέρος σε μπουκάκι, χωρίς αυτό να αποτελεί προϋπόθεση.

Το αβραάμ λίνκολν προϋποθέτει μερικά λεπτά προετοιμασίας πριν την σεξουαλική πράξη από το αρσενικό μέλος της συνουσίας και σημαντικός παράγοντας στην επιτυχή κατάληξη της πρακτικής αυτής είναι η παντελής άγνοια από το μέρος του θηλυκού παράγοντα της συνεύρεσης.
Τα τρία (3) στάδια της πρακτικής αυτής αναλύονται ως εξής:

1) Το αρσενικό κόβει ένα μέρος της ηβικής του κόμης (κοινώς πουτσότριχες). Όσο μεγαλύτερο μέρος της κόμης κοπεί, τόσο πιο επιτυχής θα είναι η πράξη. Το κομμένο μέρος τοποθετείται σε μία πλαστική σακούλα με φερμουάρ για να κλείνει. Η σακούλα αυτή έπειτα πρέπει να τοποθετηθεί σε κάποιο μέρος εύκολα προσβάσιμο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης (π.χ κάτω από το μαξιλάρι, κάτω από το κρεββάτι κτλ)

2) Η σεξουαλική πράξη λαμβάνει χώρα κανονικά. Όταν ο άνδρας καταλάβει ότι πλησιάζει η στιγμή του τελειώματός του, πρέπει να γυρίσει τη γυναίκα στη λεγόμενη σταση «πισοκωλλητό» ή και «πισοκωλομπρούμυτο» (doggy style). Λίγο πριν εκσπερματώσει, ο άνδρας τραβιέται και φτύνει στην πλάτη της συντρόφου του με τρόπο έτσι ώστε αυτή να νομίσει ότι εκσπερμάτωσε στην πλάτη της.

3) Η γυναίκα γυρνάει προς τον άνδρα νομίζοντας ότι η πράξη έχει τελειώσει, κατά την οποία στιγμή ο άνδρας εκσπερματώνει στο πρόσωπό της. Καθώς η γυναίκα παραμένει σαστισμένη από την αναπάντεχη τροπή των γεγονότων, ο άντρας πρέπει να βρει το σακουλάκι με τις πουτσότριχες και να τις πετάξει με βίαιο τρόπο στο πρόσωπο της γυναίκας, πάνω στην περιοχή στην οποία εκσπερμάτωσε. Το σπέρμα κάνει τις πουτσότριχες να κολλήσουν πάνω στο πρόσωπο της γυναίκας δίνοντας την ψευδαίσθηση γενειάδας, η οποία παραπέμπει στην διάσημη πλέον εικόνα του δέκατου έκτου προέδρου της Αμερικής, Αβραάμ Λίνκολν. Εξ'ου και η επονομασία της πράξης.

- Άσε φίλε, έκανα ένα αβραάμ λίνκολν χθες στην Κούλα και τα πήρε άγρια...

I love you, Cretan Style! (από Vrastaman, 04/11/08)επί τω έργω, με χρήση τριχόσφαιρου (από xalikoutis, 04/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον ενικό το λαλάρι. Οι γλουτοί, τα κωλομέρια, τα βάρδουλα.

Ρήμα: λαλαρίζω= χαϊδεύω, παίζω, νταχταρίζω, θωπεύω τους γλουτούς κάποιου, συνήθως ακούγεται μεταξύ φίλων ως προτροπή από έναν προς τον άλλον για το τι θα κάνει στον σύντροφό του.

  1. Με πόνεσαν τα λαλάρια μου από τη γυμναστική εχτές...

  2. Ωραία κοπελίτσα η Τζένυ, θέλει να της λαλαρίσεις τα λαλάρια, λαλάρισέ της τα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακατάπαυστος πεοθηλασμός.

- Μυρίζει πολύ έντονα η αναπνοή σου Τζέσικα.
- Έκανα ψωλοφαγία χθες το βράδυ.

(από chrismegas, 09/02/12)valentine\'s και μαλακίες... (από MXΣ, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή οι γυναίκες δεν έχουν (ακόμα) κανονικούς πούτσους, καβλιά κ.λπ. όργανα διακόρευσης όπως οι άντρες, παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας, της γενετικής μηχανικής κ.λπ., για να αναφερθούν σε αυτά σε βρώμικες εκφράσεις και μπινελίκια.

Επειδή κάποιες γυναίκες πρέπει να είναι ίσες με τους άντρες σώνει και καλά και αυτό θα πει ότι πρέπει να τους μοιάσουν και μάλιστα, για καλύτερα, να μοιάσουν στους πιο κάφρους απ' αυτούς, για να φαίνεται καθαρά πόσο ίσες είναι, μην ξεφύγει από κανέναν.

Επειδή κάποιοι άντρες, λόγω της καφρίλας τους, μιλάνε με ορολογίες για πολύ ξύλο και χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως «θα της ρίξω δυο καβλιά», «θα της ρίξω δυο πούτσους» λες και είναι η άλλη σκουπιδοτενεκές και θα πετάξει τα σκουπίδια του ο κτηνάρας. Που θα πει «θα της ρίξω δυο γαμήσια χωρίς συναίσθημα, μόνο και μόνο γιατί κάβλωσα και την έχω για τον πούτσο μου». Έκφρασεις τέτοιες εκχυδαΐζουν την σεξουαλική επαφή, εξευτελίζουν την γυναικεία υπόσταση και δείχνουν πόσο μαλάκας είναι αυτός που τις λέει.

Γιαυτό:
Μερικές γυναίκες χρησιμοποιούν αντίστοιχη γλώσσα, τόσο καταπληκτική όσο οι κατά λέξη μεταφράσεις των ξένων γλωσσών που δεν βγάζουν νόημα.

Σο, μια χαρά, «θα του ρίξω δυο μουνιά» θα πει ακριβώς «θα του ρίξω δυο γαμήσια χωρίς συναίσθημα, μόνο και μόνο γιατί κάβλωσα και τον έχω για το μουνί μου». Έκφραση που εκχυδαΐζει την σεξουαλική πράξη, εξευτελίζει την ανδρική υπόσταση και δείχνει πόσο μαλάκες είναι όσοι άντρες λένε τις αντίστοιχες και παρασέρνουν τα κορίτσια στο να μιλάνε και αυτά άσχημα, γιατί, μια φορά, αυτά τα λόγια δεν τους τα 'μαθε η μάνα τους.

Επίμονη ασίστ: Χαλικούτης (μάκια μάκια όπα όπα χαλικού)

-Και τελικά τί έγινε ρε όταν φύγατε; Το κάνατε; Λέγε!
-Έλα ρε Δέσποινα, τί να κάνουμε, γυρίσαμε χαράματα και σε δυο ώρες είχε δουλειά...
-Δυό ώρες; Δυο γαμημένες ώρες; Πας καλά ρε; Με τις καύλες που είχατε και οι δύο σε μισή ώρα θα του χες ρίξει δυο μουνιά και θα τον είχες ξαποστείλει. Γαμώ το φελέκι σου είσαι απερίγραπτη.
-Αφού με ξέρεις... Θέλω το παραμύθι μου δεν μπορώ έτσι τσακ μπαμ... Μαλακία έκανα, ε;

(από Khan, 04/08/14)

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.

  1. Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.

  2. Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...

Αρχαίο καυλιδόνι (από Vrastaman, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιδίδομαι σε ντραμακουινικές κλαψομουνιές, με ναρκισσισμό και αυτολύπηση.

Είμαι κλαψομούνης/α, κλαψαρχίδι, κλαψούρης, κλάψας, πίκρας, καζαντζίδης, Παναγιώτης Γιαννάκης: ένα εκ πεποιθήσεως, cat εξακολούθηση και cat αγνώστου γκραν γκρινιόλ με αύρα χρονίως κατεβασμένης προβοσκίδας, το φελέκι και την κενωνία μου μέσα...

1.
οσοι κλαψομουνιαζουν για το φορουμ που σερνετε, παρακαλω να βαλουν το χερι στην τσεπη για να αγοραστουν καινουριοι σερβερ

2.
Καλο μηνα να εχουμε. Πηρα μια αποφαση χτες.Θα σταματισω να κλαψομουνιαζω, θα μιλαω οπως γουσταρω, θα εστιασω στις σπουδες μου, στον χορο μου, στην γυμναστικη μου, στους φιλους μου και στην οικογενεια μου. Σε μενα..

3.
Το να είσαι φασίστας είναι μια διαρκής πάλη ενάντια στην πραγματικότητα. Για αυτό κλαίγονται μετά οι φασίστες και μας τα πρήζουν ότι όλοι τους πετάνε λάσπη, για αυτό μια κλαψομουνιάζουν και μια περηφανεύονται ότι είναι «εναντίον όλων». Ε, πώς να μην είστε «εναντίον όλων» ρε βόδια, αφού ζείτε σε έναν κόσμο φαντασιακό και δημιουργημένο από τα χωλά μυαλά σας;

(από σφυρίζων, 03/10/13)(από σφυρίζων, 03/10/13)(από σφυρίζων, 08/10/13)Ο αρχετυπικός κλαψομούνης της μπάλας (από Khan, 12/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος γυναίκας που γεννάει τον πούστη. Για την ακρίβεια δεν τον γεννάει, καθότι είμαι της γνώμης ότι ο πούστης δεν γεννιέται αλλά γίνεται. Απλώς, το έρμο το αγοράκι της, που-στα χέρια της μεγάλωσε και πόνεσε και μάτωσε, ε, πούστεψε τελικά. Και τις περισσότερες φορές έγινε και παλιόπουστα, απεχθής ακόμα και (για να μην πω ιδίως) στον κύκλο των ομοφυλοφίλων.

Οι γυναίκες αυτές είναι γυναίκες-στρατηγοί, χοντρές και μετρίου αναστήματος, με φαρδιές πλάτες, θηριώδες βυζί, βαρύ βηματισμό, χέρια-κουπιά, κοντό μαλλί, εξαιρετικά βγαλμένο φρύδι, χρυσαφικό τίγκα, τσατσομπουρδελέ μακιγιάζ, σκιστό και ύπουλο μάτι. Οι γιοί τους είναι φτυστοί με τις μάνες τους (άμα δεις τη μάνα, ξέρεις πώς είναι ο γιος και τ' ανάποδο).

Η εικόνα αυτή αφορά κυρίως γυναίκες που σήμερα είναι περί τα εξήντα, με γιους σαραντάρηδες (τους κάναν και νέες, βλέπετε) ή τριαντάρηδες έστω. Η πουστομάνα του μέλλοντος πιθανόν να μην είναι τόσο διακριτή.

Μια τέτοια περίπτωση, αλλά όχι τόσο τσατσέ, ούτε τόσο αυταρχικέ, είναι η Συμπεθέρα των μικρών Μήτσων.

Να με συχωρήσουνε για άλλη μια φορά οι γκέι φίλοι μου, αλλά και όσες μαμάδες μοιάζουν με αυτά τα τέρατα αλλά δεν είναι.

- Πώς πάει με τον καινούργιο;
- Ξέρω και γω... γνώρισα τυχαία τη μάνα του... Πουστομάνα τελείως... Λες να έχω πέσει σε κανα γκέουλα που δεν του φαίνεται;

Ο Κραουνάκης για την σχέση με την πουστομάνα στις πρώτες στροφές, δυστυχώς δεν βρήκα το πρωτότυπο με Μαρίνο... (από Khan, 14/10/09)Άλλο ένα τραγούδι που περιγράφει συμπεριφορά πουστομάνας, διόλου τυχαία από τον Μέρκιουρι. (από Khan, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζουμί (διάφορα υγρά) που μπορούν να προκύψουν (στάξουν, καταποθούν, παρθούν) απ' τον πρωκτό.

Βλ. καμιά τσόντα ή αναζητήστε κανένα πρωκτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified