(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.

Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ωραία γκόμενα που είναι σκύλα και σε φτύνει και που συνήθως είναι ανοργασμικιά ή εργασιομανής ή λεσβία ή top model.

- Η Kate Moss είναι πολύ παγόμουνο.

(από Galadriel, 28/02/09)Ήλιος χειμωνιάτικος ψυχρός (από Dirty Talking, 20/03/09)

βλ. και κρυομούνα, ice queen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Τόσο πολύ όμως που... έχει καταντήσει να τη βροντάει (τη χτυπάει δυνατά... χάμω ή οπουδήποτε αλλού!!!).

Ρε μαλάκα τι κάνεις κλεισμένος σπίτι; Ψωλοβροντάς όλη μέρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ίδιο με το «φιδέμπορας» στο πιο προσβλητικό, συν το ότι αυτά που λέει είναι βλακείες (παπαριές).

-Μου σπάει τα νεύρα αυτός. Είναι μεγάλος αρχιδέμπορας.

Βλ. και ψωλέμπορας, φιδέμπορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τη γυναίκα (ή τον άντρα gay) της οποίας ο κώλος ή το αιδοίο είναι τόσο ανοιχτό έτσι ώστε να χωράνε περισσότερα από ένα ανδρικά γεννητικά μόρια ταυτοχρόνως.

Τις περισσότερες φορές όμως χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δείξουμε ότι κάποια /-ος είναι τόσο ανοιχτή/-ός στα συγκεκριμένα μέρη του σώματος όσο το άνοιγμα ενός κουβά.

Επίσης, ως πουτσοκουβάς μπορεί να θεωρηθεί και το στόμα κάποιας /-ου αν δέχεται παραπάνω από ένα ανδρικό γεννητικό μόριο.

- Ζορίστικες να την πηδήξεις;
- Μπαα, η κωλάρα της ήταν ολόκληρος πουτσοκουβάς!!

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει ξεφύγει από τα όρια της επιτρεπόμενης μαλακίας.

Σε αγώνα πινγκ-πονγκ, πάνω στο ματς πόιντ, ένας τύπος πρώτη σειρά σηκώνεται όρθιος γιατί του έπεσε η πορτοκαλάδα πάνω του. Τότε πρέπει να φωνάξεις «ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ ΡΕ ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΣΤΑ!».

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ ωραίος άντρας, αντίθετο του κάγκουρας.

Χρησιμοποιείται και σε συγκριτικό ή υπερθετικό βαθμό.

Συνώνυμα: καυλούρι, καυλιάουρας.

Ο αδερφός σου είναι και πολύ μεγάλος καύλουρας!

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά το «εργατοπατέρας», ο πούστης, κατά κανόνα γερομπινές (με την καλή έννοια) που είναι πούσταρχος και διατηρεί ολόκληρη πουστωδία από νεαρότερα στην ηλικία πουστράκια, τα οποία ενισχύει, επιβοηθεί, προωθεί και γενικά παγιώνει στην δέσμευση και στράτευσή τους στο πουστρηλίκι.

Ίσως και ο πούστης που υιοθετεί παιδί (στο εξωτερικό πιο πολύ συμβαίνει μέχρι αποδείξεως του εναντίου).

Ασίστ: Μάρκο ντε Σαντ.

Ύστερα από τον γάμο στην Τήλο μαζευτήκανε όλοι οι πουστοπατεράδες και συνεδριάζανε πώς να ενισχύσουν τον Τήλιο δήμαρχο που βάλλεται.

Ψηλά τις σημαίες, κορίτσια ! (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που έμμεσα ή άμεσα ασχολείται με την επί χρήμασι παροχή ερωτικών υπηρεσιών.

Ο μαστροπός, ο νταβατζής, η τσατσά, η πόρνη, ο ζιγκολό.

- Ρε συ, που βρήκε αυτή την τζιπούκλα ο Λάκης;
- Έκανε κονέ με κάτι Μολδαβές και έγινε επιχρηματίας.

Δες και -ατίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος. Αλλά ο πολύ φλώρος: ο υπερβολικά, ελεεινά, εξοργιστικά φλώρος, ο άθλιος, ανυπόληπτος, ουτιδανός φλώρος, ο θλιβερός, απεχθής, σιχαμερός και αξιοθρήνητος φλώρος.

Ή γενικά, κάποιος που θέλουμε να μειώσουμε.

Ίσα ρε σκατίφλωρε που το παίζεις και ιστορία!

Έλληνας πολιτικός - Greek politician - Grieche Politiker (από xalikoutis, 24/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified