Further tags

Τόνοι μελάνι, θα χυθούν αν πρέπει να γράφεται με «η» ή με «ι». Αλλά, το προσπερνάω, γιατί είναι σλανγκ, και η σλανγκ πρωτογενώς έχει να κάνει με τον προφορικό λόγο.

Γαμιστής είναι ο τόσο γαμαωδέρνουλας, που το έχει κάνει επάγγελμα, για αυτό κερδίζει και την κατάληξη σε -ης. Όπως, ταξιτζής, μπογιατζής, φορτηγατζής, μπανιστιρτζής, κομμουνιστής, καπιταλιστής (άσχετα εντελώς τα τρία τελευταία, αλλά κάνουν ρίμα). Είναι αυτός που καταφέρνει να γοητεύει κατά συρροή τα θηλυκά, και ακολούθως να τα ικανοποιεί σεξουαλικά, λες και το χρωστάει στην ανθρωπότητα.

Δευτερεύουσα σημασία του όρου, έχει να κάνει και με αυτόν που χαλάει μια κατάσταση, γαμάει τα πράγματα δηλαδή.

-Ρε εσύ, αυτός κάνει τίποτα; Ο παππούς του ήταν μεγάλος γαμιστής! -Μπα, τούτος εδώ είναι η ντροπή της οικογένειας!!! Έχει πάρει το αυτί μου ότι την τρίζει την όπισθεν

-Εντάξει το βράδυ, έκλεισε το τραπέζι;
-Έκλεισε, μόνο που... θα έλθει κι ο Μάκης, ο ξάδερφος του Μπάμπη του Σουγιά.
-Έλα ρε μαλάκα με το γαμιστή. Αυτός θα μας τα κάνει άνω κάτω πάλι.
-Μην ανησυχείς, του είπαμε κομμένες οι μαλακίες. Αν δεν συμμορφωθεί τον τζάζουμε. Ούτως ή άλλως, είμαστε έξι χωρίς αυτόν.
-Γεννηθήτω το μπλε θέλημα σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «ντεκαφεϊνέ». Εκφράζει με αστείο τρόπο τον ξενέρωτο, τον βαρετό, αυτόν που φέρει ως αποτέλεσμα το αντίθετο της κάβλας.

- Πώς περάσατε στο τραπέζι;
- Ντε καβλεϊνέ, πολύ κυριλάδικο, βαρεθήκαμε τελείως με τους μεγάλους... Και δεν είχα και κάρτα να στείλω μήνυμα σε κανέναν να περνάει η ώρα...

βλ. και ντεκαυλέ, ντεκαβλέ, αντισέξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση για το φωτομοντέλο, το μανεκέν. Πάνω του κρεμάς τα προς επίδειξη ρούχα. Είναι υποχρεωμένο να ντυθεί όπως θέλει ο μόδιστρος, να βαφτεί όπως θέλει ο φωτογράφος. Όπως έχει πει μια διάσημη κρεμάστρα, είτε είσαι αρχάρια είτε είσαι η Σίντυ Κρώφορντ, δεν σε παίρνει να έχεις αντιρρήσεις αισθητικής φύσεως. Μόνη σου υποχρέωση να επιδεικνύεις τα ρούχα και την έμπνευση του δημιουργού.

Αντίστοιχη υποτιμητική λέξη για άλλο γυναικείο ρόλο: γλάστρα.

Έγινε κοσμικός ναούμ' ο γιος της κυρα-Στέλλας, κατάλαβες, ο καρπαζοεισπράκτορας της παρέας, και πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις είναι στα κλαμπάκια παρέα με κρεμάστρες.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φακάτη (γκόμενα) = η γαμιστερή (και γαμάτη) η πολύ ωραία και επιθυμητή ([σλουρπ]...)

- Όλες οι φακάτες, στα πρωϊνάδικα μαζεύτηκαν.
- Μρρρρρρρ!

π.χ. (από spydel, 26/11/09)(από pvnrt, 26/11/09)

από το αγγλικό fuck

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο gay, κατά κύριον Βασίλη εκ Πατρέων, aka Φιδέμπορας, γνωστός γκεστ σταρ της Ελληνοφρένειας.

«Είστε όλοι γκέτσηδες στην Αθήνα».

(από Khan, 01/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νταρντάνα και ζόρικη γκόμινα, εκ του ομωνύμου άσματος της Μοσχολιού.

Στάνταρ μαμίσιος εξοπλισμός: κλαρωτή φούστα, τζήν μπουφάν γύρω από τη μέση, ευρεία χρήση αργκό, παντελής έλλειψη (όποιας) θηλυκότητας, κατανάλωση σκληρών αλκοολούχων, αβέρτα τσιγάρο και ανάλογη φωνή εξηντάρας κουμκανα-juice, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Φούλ έξτρα: αναρχο-ρεμπέτικη εσάνς, που συνοδεύεται θαυμάσια από βρωμερές μάρτενς.

Συχνά αποτελεί αντιστάθμισμα μπαζοσύνης.

- Θες να σου κάνω κατάσταση με τη Μαίρη;
- Άσε με ρε, με τη γιαλαλαού. Γυναίκα είν’ αυτή; Αυτή δαγκώνει...

στο 3:59 γιάλαλάου (από ironick, 19/10/09)Βίκυ Μοσχολιού, "η Γιαλαλάου", στίχοι μουσική, ουδόλως τυχαίως ο Σταμάτης Κραουνάκης. (από Khan, 19/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την αξιολύπητη συνομοταξία των ατόμων που ψάχνουν επισταμένα για γυναικεία συντροφιά (με το πουλί στο χέρι), αλλά συγχρόνως διατηρούν έναν εξόχως σοβινιστικό και καθόλου ανθρωπιστικό χαρακτήρα (αρχιδάκια), δηλαδή αντιμετωπίζουν τις γυναίκες που ασχολούνται μαζί τους ως αντικείμενα - είναι νεολογισμός και προτείνεται η χρήση του ως βρισιά.

Κυκλοφορούν ανάμεσά μας, όλοι γνωρίζουμε κάποιον.

(από electron, 09/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέης φίλος ενός ετεροφυλόφιλου. Άκακη προσφώνηση μεταξύ φίλων που σέβονται τις εκατέρωθεν προτιμήσεις των και έχουν και την απαραίτητη οικειότητα.

Παραλλαγή του κολλητός.

- Έλα πισωκολλητέ, που χάθηκες, έμπλεξες πάλι με κανένα μυστακοφόρο;
- Άσε θα σε πάρω αργότερα να σου πω! (πραγματικός διάλογος, το είχε δυνατά το κινητό ο πρώτος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση που τείνει να γίνει θρησκεία για τον πάσχοντα.

Προδίδει υπέρ - μακροχρόνια αγαμία σε διάστημα τέτοιο, ώστε η τελευταία ερωτική συνεύρεση να χάνεται στο βάθος του χρόνου.

Ο αγάμιος (θρησκευτικοποίηση του αγάμητου) έχει πλέον αποφασίσει την αγαμία του, την υποστηρίζει και από πρόβλημα την έχει αναγάγει σε τρόπο ζωής. Θεωρεί πλέον προβληματικούς αυτούς που ζουν μια φυσιολογική κατ’ άλλους ζωή και βρίσκεται με το ένα πόδι στον Άθω.

-Την αγαμοσύνη μου μέσα

(για άλλους, το χ..... μου)

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Ακόμη: αγαμία, αγαμησιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άντρας της σύγχρονης εποχής που χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη ανησυχία του για την εξωτερική του εμφάνιση, την αγάπη του για shopping, αποτρίχωση, κομμωτήρια, κρέμες νυκτός και φλώρικα ρούχα. Εννοείται πως επειδή όλα αυτά θέλουν λεφτά, ο ιδανικός πουστοσέξουαλ επιβάλλεται να είναι πολύ ματσό, αν και καθόλου μάτσο.

Ο παγκόσμιος νεολογισμός για τον τύπο αυτό ανδρός είναι μετροσέξουαλ, αλλά ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους...

  1. - Ρε συ, αυτός ο Κωνσταντίνος την κουνάει την παντόφλα λες; Σαν πουστάκι είναι να πούμε...
    - Άσε, τις γκόμενες που έχει αυτός εμείς δεν τις βλέπουμε ούτε στον ύπνο μας!
    - Αφού είναι ηλίθιες ρε! Άντε με τον πουστοσέξουαλ...

  2. (προς περιγραφή του φαινομένου, από εδώ)

«Αυτό είναι ;μετροσέξουαλ;

Εδώ και 1 μήνα περίπου έχω σχέση με ένα παλικάρι 22 χρονών που επί 7 μήνες ήμασταν στην ίδια παρέα. Πριν λίγες μέρες που πήγαμε διακοπές ένα τριήμερο πρώτη φορά οι δύο μας. Βγήκα λοιπόν εγώ το πρωί να ψωνίσω κάτι που ήθελα και μόλις γύρισα τον βρήκα στο σπίτι ότι είχε βγεί από το μπάνιο στο κρεβάτι με πετσέτα, αγγούρια στα μάτια, ενυδατικά πανάκια σε στήθος και κοιλιά που μόλις είχε κάνει αποτριχώση με κερί καθώς και τις μασχάλες και μάσκα προσώπου.

Το προηγούμενο βράδυ πριν από αυτό είχαμε πάει για φαγητό σε ένα εστιατόριο και μου έκανε παρατήρηση να βάλω μια πετσέτα που είχε εκεί στα πόδια μου γιατί έτσι πρέπει(;;) και επίσης μου είπε να κρατάω στη σωστή μεριά το μαχαίρι και το πιρούνι. Έχω ξενερώσει απίστευτα...μα είμαι παράλογη ή υπερβολική στο ότι ξενέρωσα; Θέλω να χωρίσουμε και δεν ξέρω τι να του πω...Ειδικά οι γυναίκες πως θα αντιδρούσατε αν βλέπατε το αγόρι σας στην παραπάνω ''κατάσταση''; Δεν είναι θυληπρέπεια αυτό;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified