Further tags

Το συνήθως άνευ ουσίας και γεμάτο σεξουαλικά υπονοούμενα φλιρτ.

Ως έκφραση για να δηλώσει ότι κάτι γίνεται χωρίς προφανή λόγο, έτσι, για την καβλάντα.

- Τι έγινε ρε Μήτσο χθες με το γκομενάκι, έφαγες τπτ;
- Όχι μωρέ, με την μαλακισμένη, έγινε καλή καβλάντα αλλά στο τέλος με το πουλί στο χέρι με άφησε.

- Και τι να πάμε να κάνουμε ρε συ τέτοια ώρα σπίτι του Τάσου, αυτός μπορεί και να κοιμάται.
- Έλα μωρέ, μην είσαι μαλάκας, πάμε έτσι, για την καβλάντα!!

(από jesus, 25/02/11)τσεκάρετε στο 00:42... (από Τσακ εις την μέσην, 26/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ακούγεται από τα μεγάφωνα του συρμού του μετρό όταν αναχωρεί από το Σύνταγμα.

Ο Ευαγγελισμός είναι νοσοκομείο στην εν λόγω περιοχή. Στην σλανγκική χρησιμοποιείται όταν αυτός που την εκφέρει, αν και υγιής, νιώθει ότι έχει φτάσει στα όριά του από διάφορους παράγοντες κι από στιγμή σε στιγμή θα καταλήξει εκεί.

- Καλά ρε φίλε, πώς την παλεύεις κάνοντας τρεις δουλειές, πηγαίνοντας στο γυμναστήριο και με την Μαιρούλα να σε πρήζει;
- Δεν είμαι σίγουρος ότι την παλεύω. Επόμενη στάση: Ευαγγελισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστός τοις πάσι ο ορισμός και το περιεχόμενο της παρτούζας. Είναι η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για υγιή κοινωνικοποίηση, όπως το αναφέρει αναλυτικά ο Αριστοτέλης.

Εις το ως άνω εκστομισθέν τριπάρτουζο παρατηρείται έντονη συνουσιαστική δραστηριότητα επιτείνουσα την απόλαυση των συμμετεχόντων, άλλως δε τον χαβαλέ αυτών καθώς εκ του γέλωτος μπερδεύουν πού μπαίνει τι. Ο όρος τριπάρτουζο είναι συνήθως απείκασμα αναμνήσεων από χρόνων πολλών και η αχλύ η περιβάλλουσα τα διημειφθέντα τα αναγάγει εις γεγονός κοσμογονικό.

Οι συμμετέχοντες εις το τριπάρτουζο ενίοτε διοργανώνουν χοροεσπερίδες ίνα, ενθυμούμενοι τα πεϊκά τους έπη, βαυκαλισθώσιν αυταρέσκως. Τόπος διεξαγωγής της μυσταγωγίας είναι συνήθως τουριστική νήσος με συμπαρομαρτούν αυτής το άπειρο αλκοόλ. Κατ' εξαίρεση εις Μύκονο το τριπάρτουζο συνομολογείται ως τρίκαβλο ή ιντερσίτι. Εις την μορφή αυτή ευνοημένος είναι πάντα ο δεύτερος του χορού ο οποίος, έχων το γενικό πρόσταγμα, παίρνει, δίνει και παίζει την τουλούμπα στον πρώτο.

(μονόλογος φίλου προς συνομώτη-συνένοχο) :
- Θυμάσαι την Νίκη την αδερφή της Κλάρας της αλληθωροβύζας που την είχαμε τρελάνει στο τριπάρτουζο ένα φεγγάρι στην Ρόδο; Ε, την είδα προχτές και συγκινήθηκα... Τί γούστα είχαμε βγάλει ρε φίλε...

(από GATZMAN, 02/03/11)Τζερονύμο Γιάνκα ->τραινάκι.... intercity, Εναλλακτικοί όροι για το τριπάρτουζο (από GATZMAN, 02/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χυλόπιτα που τρώει γνωστός μιλφoμανής όταν τον απορρίπτει πουρογκόμενα. Είναι επαχθέστατη γιατί έχει τη σιγουριά πως το μιλφ δύσκολα να πει όχι αλλά την πατάει επειδή είναι κάφρος.

- Τι άκυρο έφαγε χτες ρε ο Βαγγέλης! Την έπεσε στην κυρα Τζένη την περιπτερού που ήταν στανταράκι πήδημα και έφαγε πουρόπιτα!

(από Vrastaman, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανήκει στην ιδιόλεκτο των δεξιών, ακροδεξιών και όσων εντοπίζουν τα προβλήματα της νεοελληνικής κενωνίας ιδίως στην αθρόα προσέλευση αλλοδαπών μεταναστών. Το λογοπαίγνιο αφορά στην αρρώστια Ηπατίτιδα και στο κτήριο της Υπατίας, όπου κατέφυγαν στις αρχές του 2011 τριακόσιοι μετανάστες απεργοί πείνας.

Στην (ακρο)δεξιά ιδιόλεκτο ο όρος σημαίνει δύο πράγματα κυρίως: α) Αριστερές ιδεολογίες που βάζουν τον εργασιακό διεθνισμό πάνω από το θεωρούμενο εθνικό συμφέρον, και οι οποίες κατά τους χρήστες του όρου μεταδίδονται μολυσματικώς χτυπώντας κατ' αρχήν συριζαίους και θολοκουλτουριάρηδες και μετά άλλα ευπαθή μέλη της κοινωνίας. β) Τους ίδιους τους μετανάστες ως μολυσματική ασθένεια για την εθνική κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι οι εν λόγω απεργοί πείνας αντιμετωπίστηκαν συχνά ως «κίνδυνος για την υγεία» από έναν ευρύτερο κυριαρχικό λόγο (discourse) όχι μόνο δεξιών.

(Σ.ς.: Ο ρατσισμός ιδίως της δεύτερης σημασίας είναι προφανής, προκειμένου περί συνανθρώπων μας που κινδυνεύουν με θάνατο ή με μη αναστρέψιμες βλάβες εν μέσω γενικής αδιαφορίας, και χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλο τον σλανγκικό μου αμοραλισμό για να το αναρτήσω).

  1. Τελικά κυβερνάει κανείς αυτόν τον τόπο; Έχει περάσει περίπου ένας μήνας από την τελευταία ανάρτηση και 32 μέρες από την έναρξη της απεργίας πείνας των απίθανων που μάζεψε ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. στο μέγαρο ηπατίτιδα, εε Υπατία ήθελα να πω. (Εδώ).

  2. - Πλάκα με κάνεις; Κόλλησες κι εσύ υπατίτιδα και πας για αλληλεγγύη; Στην γιαγιούλα που έριξαν χτες τρεις μαχαιριές οι πάκηδες στον άγιο Παντελεήμονα ποιος θα δείξει αλληλεγγύη;
    (Σύνηθες παπαραλήρημα).

Και η λατρεία της Υπατίας. (από Khan, 04/03/11)(από Vrastaman, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πολιτικός όρος που αρχίζει να καθιερώνεται. Η κατάληξη -ατο δείχνει ότι το υπόδειγμα της λέξης είναι το προλεταριάτο, ενώ το α΄ συστατικό βγαίνει από το αγγλικό precarious που σημαίνει επισφαλής.

Στο πρεκαριάτο συμπεριλαμβάνονται: «Οι άνεργοι, οι φτωχοί και οι απασχολήσιμοι (όρος που καθιερώθηκε από τον Σημίτη), δηλαδή οι άνθρωποι που δουλεύουν με το μπλοκάκι, με καθεστώς stage -απόκτηση εμπειρίας- του ΟΑΕΔ για λιγότερο από 1 χρόνο και χωρίς ασφάλιση, οι μερικώς απασχολούμενοι και οι ενοικιαζόμενοι, με άλλα λόγια οι εργαζόμενοι με ελαστικές σχέσεις εργασίας». (Δες). Θα προσθέταμε και τους ένδοξους πιτσαράδες, πιτσαφέρνες ντελιβεράδες.

Το πρεκαριάτο συνδέεται συχνά με την γενιά των 700 Ευρώ και με θέματα διαγενεακής δικαιοσύνης, καθώς πρεκάριος είναι συχνά ο Έλληνας νέος που δεν μπορεί να βρει εργασία ανάλογη με τα πτωχία του, ενώ μεγαλώνει σε οικογενειακό καθεστώς τ. κυνόδοντα του (Λ)άνθιμου. Ένα φλέγον ερώτημα είναι αν το πρεκαριάτο μπορεί να αναδειχθεί σε επαναστατικό υποκείμενο, όπως το προλεταριάτο (Δες). Πάντως πρωταγωνιστεί τελευταίως σε κινητοποιήσεις, και έχει και δικό του άγιο προστάτη, τον άγιο Πρεκάριο. Συγγενές με το πρεκαριάτο σε παρόμοιες κοινωνικές εξεγέρσεις είναι και το λεγόμενο κογκνιταριάτο, δηλαδή τα παραμορφωμένα κοινωνικά στρώματα που είναι πρεκαριάτοι επειδή έπαθαν παραμόρφωση.

  1. «Φάτε τους γονείς σας!» Πως το «πρεκαριάτο» θα ξεπεράσει την κρίση. [...] Και δεν αναφέρομαι εδώ στις προσωπικές και οικονογενειακές σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά. Κάθε άλλο. Αυτές ήταν και είναι μια χαρά. Το αποδεικνύουν έτσι κι αλλιώς οι μεγάλες μεταβιβάσεις πόρων από τους γονείς στα παιδιά για εκπαίδευση και διασκέδαση. Το οικογενειακό σχέδιο Μάρσαλ στην Ελλάδα είναι κεντρικό χαρακτηριστικό της αναδιανομής που γίνεται ανάμεσα στις γενιές. Κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό. Αμφισβείται όμως το κατά πόσο αυτό βοηθάει τους νέους ή αντιθέτως τους κάνει εξαρτημένους μαμάκηδες.(Εδώ).

  2. Το πρεκαριάτο δεν είναι το νέο επαναστατικό υποκείμενο. Δεν πρόκειται να υποκαταστήσει εκμοντερνισμένα την αγωνία ενός αριστερού. (Εδώ).

  3. Βγήκαν στους δρόμους το «πρεκαριάτο» και οι μετανάστες/τριες δεύτερης γενιάς, οι άνεργοι/ες και οι απολυμένοι/ες. (Δεκέμβρης 2008, μια εξέγερση αλλιώτικη απ'τις άλλες).

(από Khan, 10/02/14)ο προστάτης Άγιος - από σβέρκο... (από xalikoutis, 25/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υποτιμητικός όρος για τη σχέση, κυρίως όταν εμείς είμαστε υπεράνω αυτής (παρ. 1).

  2. Ανάλαφρη και παροδική σχέση, χωρίς ορίζοντες, μια σχέση που είναι (κυριολεκτικά) για το μπούτσο. Αντίθετο, δηλαδή, της «σχεσάρας» που είναι για μια ζωή ή τεσπα είναι μια βαρβάτη σχέση με απαιτήσεις και μέλλον κλπ (παράδειγμα 2 α και β).

  3. Σχέση μεταξύ 2 ετέρων ημίσεων που δεν αποτελούν κανονικό ζευγάρι, ούτε θα γινόταν ποτέ -εκ των πραγμάτων- κάτι τέτοιο. Επί πλέον δεν υπονοείται στη σχέση αυτή απολύτως τίποτε το κρυφό ή ανώμαλο, πλην αλλ' όμως υπάρχει μεταξύ τους τέτοιο πάρε-δώσε (συμπάθεια, διεκδίκηση, εξάρτηση, διάλογος (μτφ. ή κυρ.), συμπεριφορά, ζηλίτσες, κλπ) που θυμίζει σχέση ενός ζευγαριού (παρ. 3 α και β).

  4. Ακόμα πιο υποτιμητικά, ο σχεσάκιας (κατά το ψυχάκιας / ψυχάκι).

  1. παντως μαγκα να ξερεις οτι αν το ξεπαρθενιασεις το πιτσιρικι μετα θα κολησει μαζι σου και θα θελει σχεσακι...οποτε προσεχε...

2.α. με κοπελες (σχεσακια και μετα απο καιρο) προτιμω χωρις προφυλακτικο γιατι ειμαι πιο ασφαλης

2.β. Όντως έτσι συνέβαινε παλιότερα ( προξενοδουλειά ) και τώρα παίζει περισσότερο το επιφανειακό καλοπερασίδικο σχεσάκι , που απ'όξω αφήνουμε να φαίνεται ως η σχεσάρα του αίωνος !

3.α. Τ' είπες τώρα! Καλά, είπαμε να τα βρίσκει κανείς με τα πεθερικά, αλλά εδώ εσείς έχετε σχεσάκι!

3.β. - Πώς τα πας με τον σκύλο του Κώστα;
- Ού, τέλεια, σχεσάκι! Πιο καλά τα πάει με μένα παρά με το αφεντικό του.

  1. Πολύ σχεσάκι το άτομο, μακριά!

Έτσι είν\' οι σχέσεις :-Ρ (από HODJAS, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι νέα, χιουμοριστική έκφραση του «κάτσε κάτω ρε» - sit down. Παλαιότερα είχε την χρήση του ''ψυχολογικού πεσίματος''.

- Νταουνιάσου, κάτσε κάτω ρε μαν, τι παριστάνεις το άγαλμα..
- Ρε μαλθάκες, δε πα να μπιμπιθήτε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για ανθρώπους της επίδειξης χωρίς περιεχόμενο, που διαθέτουν μόνο το φαίνεσθαι, οι οποίοι προκειμένου να πραγματοποιούν αυτό το κόμπλεξ τους, μπορεί να στερούνται βασικά αγαθά διαβίωσης, αλλά στο ακριβό ντύσιμο, στο ακριβό κινητό και εν γένει ό,τι μπορούν να επιδεικνύουν, δεν κάνουν κράτει.

Είναι αυτό που λέμε για κάποιους: έλα μωρέ, ο τύπος είναι φιγούρα και λιγούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λεγόμενη γλώσσα των νέων είναι οτιδήποτε αποτελεί υπερβολικά αργή διαδικασία, όπως η αδύνατη πλέον καριέρα για την γενιά των 700 Ευρώ.

Πηγή: Η ταινία Wasted Youth, που λέγεται ότι μας επιφυλάσσει φρέσκιες σλανγκιές.

- Πω ρε πούστη, καριέρα έγινε το Α10...

(σ.ς.: Το λεωφορείο που συνδέει το Μενίδι με το κέντρο της Αθήνας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified