Η μολόχα είναι λέλουδο και αποτελεί το συνηθέστερο είδος Μαλάχης. Εξ ου και ο άντρας μολόχα αναφέρεται σε άρρενα φλώρο, μαμάκια και ολίγον τι μαλάκα. Το Τσι είναι ενεργειακή δύναμη που ρέει από τις οντότητες μας και χρησιμοποιείται διακαώς από κουλτουλούγκρες και έντεχνα τσικάκια με ενασχόληση την Αέριαλ γιόγκα. Σε συνδυασμό αυτά τα δύο χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν κάποιον που δυσανασχετεί με απλές και ξεκούραστες δραστηριότητες χωρίς προφανή λόγο και αιτία.

-Μαν μου, ψήνεις κάνα μπυρόνι μετά τη δουλειά?

- Δεν νομίζω να μπορέσω ρε φίλε

- Γιατί? Θα σου χαλάσει το Τσι μωρή μολόχα?

Got a better definition? Add it!

Published

Φίλη τόσο κολλητή που της κοτσάρουμε και μια -ούμπα. Σε υπερθετικό BFF βαθμό: το κολλητουμπινάκι μ.

Μαθητική αργκό τελευταίας κοπής, σπαρταράει.

  1. σορρυ ρ κολλητουμπα μ!! απλα τ σ/κ ειχα παει στν κολλητη μ εκτοσ path κ δν μπηκα καθολου!! τ νεα;; μ ελειψεσ ρρ!!

  2. Εβελίνααααααααααααααααααα: κολλητουμπα μου :D

  3. axxxuuu to... i kollitumpa m.

(Από διάφορα σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Το αγγλικό «to be in/out of the frame (for something)»: «έχω/ δεν έχω την ευκαιρία να συμμετάσχω σε κάτι», μεταφέρθηκε στα Ελληνικά σαν (συνηθέστερα στο γ’ πρόσωπο) «είναι/ δεν είναι στο κάδρο», «μπαίνει στο/ βγαίνει από το κάδρο», «βρίσκεται στο/ λείπει από το κάδρο» κι όλα τα συναφή, λίγο - πολύ με την ίδια έννοια αλλά, επιπλέον, και τις «παίζει», «συμπεριλαμβάνεται», «παρείσφρησε», συχνότατα με την αρνητική έννοια του αναπάντεχου.

Βοήθησε το ότι σαν δισύλλαβο κι εύηχο, δίνει εύκολα σύντομους τίτλους σε έντυπα κι όχι μόνο. Εξάλλου ζούμε και σε καιρούς που αβαντάρουν ό,τι έχει να κάνει με εικόνες.

2. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός συνήθως προς γυναίκα ενίοτε παράταιρα βαμμένη, ντυμένη, στολισμένη και χτενισμένη για την εκάστοτε περίσταση, με άπειρο τουπέ και ξεχειλίζοντα σνομπισμό, που εκτός από την απωθητική παρουσία της, δεν προσφέρει τίποτε στην ομήγυρη.

Της προσκολλήσεως, ή σαν συνοδός κάποιου ενεργού μέλους της παρέας, δεν ενσωματώνεται πεισματικά με τους γύρω, επιδεικνύοντας επιλεκτική και ίσως υστερόβουλη αντικοινωνικότητα. Κι αυτό την ξεχωρίζει από μια γλάστρα.

Ακόμη ειρωνικότερα: «κάντρο».

1α.
Όποτε πεθαίνει ένας σημαντικός Έλληνας συνωστίζονται όλοι οι πικραμένοι να μπουν στο κάδρο. Να συνεισφέρουν την αυθυποβολιμαία συγκίνησή τους στον κοινό θρήνο με μεγαλόστομες κενολογίες που προδίδουν την άγνοιά του. Αλλά έχουμε μάθει αυτό να το δεχόμαστε, να κάνουμε εκπτώσεις στις μπαρούφες που ακούγονται φτάνει να είναι υμνητικές, γιατί μας παραλύει η στιγμή της αναχώρησης του ανθρώπου και γιατί απέναντι στον θάνατο είμαστε όλοι ίσοι.

1β.
Και Καζίμ-Καζίμ στο κάδρο. Εκτός από τον Αλεξάντερ Χλεμπ ο Ολυμπιακός φέρεται να κινείται και για την απόκτηση του Κόλιν Καζίμ Ρίτσαρντς από την Γαλατασαράι. Οι πληροφορίες έρχονται από τον τουρκικό Τύπο και αναφέρουν ότι ο Ολυμπιακός βρίσκεται σε προχωρημένες επαφές με τη Γαλατασαράι για τον 25χρονο μεσοεπιθετικό, προκειμένου να τον αποκτήσουν ως δανεικό, με οψιόν αγοράς 900.000 ευρώ το καλοκαίρι.

(Ως εδώ όλα απ’ το δίχτυ)

2.
-Τι σου λέει το κάντρο;
-Θα ‘ψαχνε παγάκια ο μαλάκας και τα βρήκε στον κώλο της.
-Μπορεί να της τα λιώσει.
-Μπααα! Με το που θα φύγουν τα χοντράδια. Βία σ’ ένα μήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία παρέα από όμορφες, ευγαμήσιμεςκορασίδες. Ο πλήρης όρος είναι «φλέβα από μουνιά», παρεΐστικης προέλευσης.

Ικανές και αναγκαίες συνθήκες που πρέπει να πληρούνται για να χαρακτηριστεί μια κοριτσοπαρέα ως φλέβα:
1) Το μέγεθος της εν λόγω παρέας να είναι θετικός ακέραιος αριθμός μεγαλύτερος ή ίσος των τεσσάρων τεμαχίων.
2) Κάθε κορμί που ανήκει στη φλέβα θα πρέπει να έχει συντελεστή γαμησιμότητας μεγαλύτερο του 6, με «Άριστα» το 10 και βάση το 5 (κατηγορία «Μπάζο αλλά νταξ δε θα έχω και εφιάλτες για την υπόλοιπη ζωή μου».

Καταλαβαίνουμε ότι προκειμένου να είναι σε θέση μια αντροπαρέα να κρίνει σε κλάσματα το αν μια κοριτσοπαρέα είναι φλέβα, θα πρέπει να είναι μάστερ στο ευγενές σπορ του «ρίχνω άγκυρα στην καφετερία, αράζω με τη φραπεδούμπα και όποιο θηλυκό περνάει το σκανάρω και το βαθμολογώ», ενώ κάθε μέλος της αντροπαρέας θα πρέπει να λάβει υπόψη του και τα γούστα και την κοσμοθεωρία των φίλων του και να κανονικοποιήσει τη βαθμολογία του, έτσι ώστε αυτή να είναι συμβατή με τη συλλογική νόηση και θεώρηση των πραγμάτων. Κοινώς, η αντροπαρέα να είναι ή να έχουν χρηματίσει, για ικανό χρονικό διάστημα, μπασκετμπωλίστες.

Μπακούρι 1: - Πού μας έφερες ρε μάρτυρα του Αυνάν;
Μπακούρι 2: - οικοδομή από τις λίγες. Θα ματώσουν τα μάτια μου.
Μπακούρι 3: - Ρε μαλάκες, εμένα μου είπαν ότι το μαγαζί έχει καλό κόσμο. Κάντε λίγο υπομονή, ούτως ή άλλως παραγγείλαμε ήδη, ας κάτσουμε.
Μπακούρι 4: - Καλά, άλλη φορά έτσι και σε ακούσουμε θα - πωωω, κοιτάξτε στην είσοδο! Φλέβα!

(Όλη η παρέα γυρνάει και κοιτάζει «διακριτικά», για 3''. Ακολουθούν άλλα 3'' σιωπής και μερικά πεταχτά βλέμματα στην κοριτσοπαρέα για τελευταίες διορθώσεις στις ατομικές βαθμολογίες)

(Όλοι μαζί): - ΦΛΕΒΑ!!!

(Οι μπάκουρες τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους χαμογελαστοί και ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία. Μετά από πέντε ώρες, κλασικά κανένας τους δεν έχει κάνει κίνηση.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός είναι συνώνυμος με τις λέξεις φίλοι, παρέα και κολλητοί. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από τους νέους.

Όταν κάποιος αναφέρει ότι θα βγει με τα φιλάρια, δεν εννοεί μόνο τα πρόσωπα αλλά αυτομάτως αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχει πολύ καλή ατμόσφαιρα στη παρέα και θα διασκεδάσουν μέχρι πρωίας.

-Πού πας;
-Θα βγω με τα φιλάρια, αλλά μην ανησυχείς θα επιστρέψω νωρίς, κατά τις 6 το πρωί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέτσας ή φλούδας είναι ο άνθρωπος που συνεχώς επιδίδεται σε μαλακίες και σπάει τα νευρά της παρέας του. Επίσης, σε μερικές περιπτώσεις, ο πολύ φλώρος που κάνει τον έξυπνο.

  1. - Κοίτα ρε μαλάκα τι κάνει πάλι ο Γιάννης. Ρεζίλι έχουμε γίνει!
    - Ρε πέτσα κατέβα απ' το τραπέζι γκόμενα είσαι κ χορεύεις εκεί πάνω; Γελάει όλος ο κόσμος μαζί σου.

  2. - Λοιπόν, είναι πολύ εύκολο, δεν καταλαβαίνω που κολλάς. Η υποτείνουσα του γ είναι.....
    - Σκάσε ρε πέτσα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει ψέμματα για να εντυπωσιάσει, όμως αφηγείται εξολοκλήρου ψεύτικες ιστορίες ώστε να δειχθεί στην παρέα ή και, καμία φορά, απλά παραποιεί την αλήθεια.

(σε συζήτηση παρέας)
- Εσύ ρε τζόν τι έκανες χθες το βράδυ όταν έφυγες από τον καφέ;
- Καλά άσε, πήγα σπίτι και έβλεπα τηλεόραση και η Στέλλα από δίπλα ήρθε και αράξαμε σπίτι... μου την έπεσε χοντρά, αλλά μόνο ένα φιλί δώσαμε γιατί γύρισε η μάνα μου... Άσε έχει ένα κώλο...
-... ΡΕ ΒΛΑΚΑ ιστοριούλα, η Στέλλα ήταν έξω την πετύχαμε στον δρόμο για το μπαρ, ψεύτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified