Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημισμός για την putzfrau, που δραστηριοποιείται στο putzinstitut (πουτς ινστιτούτ).

Η Τζέσικα αποτελεί αξιολογοτάτη φερέλπιδα κορασίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων είναι ο στριπτητζόφιλος που ενδιαφέρεται μόνο για την υπηρεσία του φραπέ και αναδεικνύεται σε μάστορα του να ξέρει να δέχεται την ανάλογη υπηρεσία των φραπεδιάρων κορασίδων.

Συνώνυμα: Master Frappadar

Πρέπει να το παραδεχτούμε, ο Βασίλης είναι ο φραπεδοκράτωρ, ο Master Frappadar του σάιτ!
(από το bourdela.com, παραφρασμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνω φραπέ.

-Φτιάχνει αυτή φραπέ;
-Και πετυχαίνει και τις φουσκάλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοελληνικός χαρακτηρισμός που αποδίδουμε σε γυναίκες που δεν είναι ούτε πολύ χοντρές ούτε κανονικές. Σε γκόμενες δηλαδή που είναι λίγο χοντρές, αλλά ντρεπόμαστε να πούμε ότι πήγαμε με χοντρή.

Βασίζεται στην σχηματική, λεκτική ουσιαστικά, μετεξέλιξη της λέξης Χοντρή. Χοντρή- Χοντρούλιτς- Ντρούλιτς (ουδεμία σχέση με τον παλιό σέντερ-φορ της Καβάλας και του ΟΦΗ).

- Πω! τι παιδί είναι αυτό το ξανθό;
- Ποια ρε μαλάκα η χοντρή; Τα βυζιά της φτάνουν μέχρι τους χιαστούς...
- Έλα ρε μαλάκα, δεν είναι χοντρή... Ντρούλιτς είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης:

  1. Ο πούτσος, ο πέοντας. Λόγω σχήματος. Μεγεθυντικά: λαμπάδα, κολώνα.

  2. Ο σωλήνας γύρω από τον οποίο εκτελούν το χορευτικό τους οι στριπτιζέζ. Βλ. παιδί του σωλήνα. Εννοείται ότι αυτή η δεύτερη σημασία λειτουργεί μεταφορικά ως προς την πρώτη.

  1. Τελικά, μήπως είμαστε όλοι παιδιά του σωλήνα;

  2. Τον χορεύει πολύ καλά τον σωλήνα η Σάντρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Γυναίκα που συχνάζει ή εργάζεται σε σκυλάδικα, κωλάδικα και λοιπά νυχτερινά καταστήματα διασκέδασης και μετα-νυχτερινής μαζικής εστίασης.

β. Γυναίκα που ομοιάζει με γυναίκα που συχνάζει ή εργάζεται σε σκυλάδικα, κωλάδικα και λοιπά νυχτερινά καταστήματα διασκέδασης και μαζικής εστίασης.

γ. Γυναίκα που ομοιάζει με σκύλα (θηλυκό του σκύλου) εμφανισιακά και μόνο.

δ. Γυναίκα που γουστάρει σκυλάδες ή και σκύλους.

ε. Άνδρας ομοφυλοφιλικών παραδόσεων και κατευθύνσεων και που ομοιάζει ή φέρεται ως γυναίκα μίας εκ των ανωτέρων κατηγοριών.

Δεν θα πρέπει να την μπερδεύεται με την σκύλα (κοινώς bitch) ή το σκυλί. Η σκυλού ακόμα κι αν είναι είναι άνδρας, έχει αρχίδια. Πολλές σκυλούδες τυχαίνει να είναι λεσβίες αλλά να μην το γνωρίζουν.

α. Ου ρε σκυλού!

β. Ου ρε σκυλού!

γ. Ου ρε σκυλού!

δ. Ου ρε σκυλού!

ε. Ου ρε σκυλού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Ο πόρνος, ο μπουρδελιάρης.

β) Ο ματάκιας, ο μπανιστηρτζής ή μικρός τυμπανιστηρτζής. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται και καλτ μορφές της παλιάς ελληνικής τσόντας που διέπρεπαν στον ρόλο του ανώμαλου που παρακολουθεί ζευγάρια κρυμμένος πίσω από δέντρα, με κιάλια και άλλα τέτοια σιχαμερά.

γ) Αυτός που τον κάνει σφεντόνα βλέποντας ταινίες ή βιντεάκια πορνό.

Κυρίως στις δύο πρώτες περιπτώσεις, αλλά και γενικότερα, ο όρος πορνατζής βγάζει μια ανωμαλία γεροντίλας, δηλαδή μιλάμε για κάποιον παλαιάς κοπής ανώμαλο λούζερ, που επειδή δεν μπορεί πια να γαμήσει με την αξία του καταφεύγει σε όποια σιχαμάρα μπορέσει.

Στο Δ.Π. υπό Sir Demetrius Sui Generis.

Οποια πετρα και αν σηκωσεις
να σου κι ενας πορνατζης!
τι εκπληξεις που θα βιωσεις
μαγκα μου οσο θα ζεις!

[...] Κι ο βαγγελης φουρνιστακης
πορνατζης ηταν και αυτος
και ηταν κλασικος ματακιας
Ο Παναγιωτης Πιτσιλος. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται και για την κυριολεκτική πόρνη, την πουτάνα, αλλά κυρίως για αυτή που έχει τάσεις πουτανιάς και εκφυλιάς. Ως ύβρη διαθέτουμε και το πορνοδιαστροφική μαλακοπουτανιάρα.

  2. Στην στρατιωτική αργκό είναι το «κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες». Επίσης λέγεται μπουρδελιάρα.

  3. Λίγο πιο δοκίμως, είναι και το χαρακτηριστικό φως (συνήθως κοκκινωπό) που υπάρχει στα μπουρδέλα, αλλά αυτό περισσότερο λέγεται μπουρδελιάρα.

  1. Ελέος ρε γμτ έχουν λυσσάξει με την πουτανιάρα και σιγά τι έκανε,ένα πήδημα σε κάμερα ουαου, γμτ την δήθεν σοβαροφανεία και το σεμνά και ταπεινά σας!!! Δεν μπορώ άλλο δήθεν ηθικής . Υ.Γ.Ούτε πρότυπο γίνεται να γίνει αυτή ή οποία άλλη ούτε τίποτα,αν θες να είσαι πουτανιάρα θα γίνεις ακόμα και αν ζεις στο Πακιστάν που τις λιθοβολούν. (Τζούλια Αλεξανδράτου- το καυτό πορνό βίντεο).

  2. Κι αυτή η πουτανιάρα δεν σβήνει με τίποτα γκαμώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified