Selected tags

Further tags

Μονορούφι. Το λέμε για ποτά, κυρίως για σφηνάκια.

(ακριβώς πριν πιει η παρέα το σφηνάκι)
- Άντε παιδιά άσπρο πάτο!

Got a better definition? Add it!

Published

Η ατάκα ναι μεν, λέγεται στο στυλ της ατάκας: «Θα καούν τα κάρβουνα», αλλά δεν σχετίζεται με το κάψιμο του γνωστού και συμπαθέστατου πουλερικού (βλ. φωτο) σε κάποιο μπάρμπεκιου. Επίσης, δεν μιλάμε για τη δήλωση κάποιου μεγάλου μαγίστρου των καμακιών, ή κάποιου ψωλοπερήφανου, ή κάποιου που την έχει δεί καμπόσος και πιστεύει πως σε μια βραδιά θα κάψει ερωτικά ένα λεφούσι γκόμενες (πέρδικες). Επίσης δεν μιλάμε για κάποιον που δηλώνει το παραπάνω ως στόχο της παρέας του.

Μιλάμε 1. για κάποιον που βρίσκεται στο τσακίρ κέφι και είναι ακράτητος για αλκοολοθεραπεία και δηλώνει στην παρέα του, ή σε σερβιτόρο /-α ενός μπαρ πως απόψε αυτός ή / και τα άλλα μέλη της θα κάψουν... τις ποσότητες υγρού πυρός, από το γνωστό ουίσκι πέρδικα, στον κινητήρα του στομαχιού τους. Μια τέτοια δήλωση ενώνει τους συμφωνούντες, πείθει κάποιους αναποφάσιστους, αφήνει σχετικά αδιάφορους αυτούς που δεν έχουν διάθεση, ενώ δίνει υπονοούμενο στον /στη σερβιτόρο /-α να φροντίσει για επαρκή αποθέματα περδικασφάλειας (βλ. σημείωση). Θα 'ταν άδικο, όπως αναφέρεται και στην περίπτωση της μπυρασφάλειας, να τελειώσουν τα αποθέματα αλκοόλ και να μην έχει ολοκληρωθεί η λιαρδοποίηση. Άγχος που χει το παλικάρι...

  1. Κατά πιο ευρύτερη έννοια του όρου, αναφερόμενος στους φίλους του, δεν μιλάει συγκεκριμένα για το ουίσκι πέρδικα, αλλά για οποιοδήποτε καραουισκάκι, αφού στην περίπτωση αυτή το ουίσκι πέρδικα αντιπροσωπεύει το κάθε καραουισκάκι.

  2. Κατά ακόμα πιο ευρύτερη έννοια του όρου αναφέρεται στους φίλους του μιλώντας για οποιοδήποτε ποτό. Εδώ η λέξη πέρδικα αντιπροσωπεύει οποιοδήποτε ποτό.

Σημείωση: ο όρος περδικασφάλεια εκφράζει τη θεώρηση κάποιου για την επάρκεια αποθεμάτων ουίσκι πέρδικας, ώστε να μην καταρρεύσει το απαιτούμενο περδικοστόκ.

- Πω ρε παιδιά απόψε έχω μια χαρά μεγάλη.
- Τι συνέβη ρε;
- Να... μου είπε η Λίλιαν πως θέλει να τα φτιάξουμε. Γι' αυτό απόψε θα σας πάω στο γνωστό μπαράκι για να σας κεράσω. Απόψε... θα καούν οι πέρδικες, αδέρφια. Τουτέστιν θα γίνουμε λιώμα. Θα κατεβάσουμε ένα κοτέτσι πέρδικες. Κι αυτό είναι δήλωση.
- Καλό αυτό για μας. Αλλά εσύ θα μπορείς ρε καημένε να πάρεις την κούπα στο γήπεδο, μετά από τέτοια περδικοκατάνυξη (άγριο πιόμα πέρδικας, που οδηγεί σε κεφατζίδικη ατμόσφαιρα) ή θα σε κλαίνε οι ρέγγες;.
- Ες αύριο τα σπουδαία με τη Λίλιαν. Ασ' την σήμερα να καεί λιγάκι. Εγώ πώς τσουρουφλιζόμουν για πάρτη της μήνες και μήνες, που τα 'χε με το μαλάκα τον Πέρι και με μια αρμάδα μαλάκες;
- Τι κάνουν αλήθεια όλοι αυτοί;
- Είναι ρέστοι απ' ό,τι μαθαίνω και κάθε βράδυ ο καθένας τους φτιάχνει εργόχειρα για πάρτη της.

(από GATZMAN, 15/12/08)(από GATZMAN, 15/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χορός που χορεύουν στις πίστες οι διάφοροι φλώροι, φλούφληδες, λαλάκηδες και άλλοι της αυτής συνομοταξίας, που νομίζουν ότι γίνανε άντρες βαριοί κι ασήκωτοι επειδή χόρεψαν την «Ευδοκία» μαζί με άλλους 15 στην ίδια πίστα, κουνώντας τον κώλο τους ή κάνοντας άλλα αδερφίστικα καμώματα. Αξιοθρήνητος χορός που δε θυμίζει σε τίποτα το πέταγμα του αετού, που συμβολίζει ένα ζεϊμπέκικο.

(Σε μπουζουξίδικο)
- Δε χορεύει καταπληκτικά ο Αγησίλαος;
- Ναι, το πάει ωραία το γκεϊμπέκικο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)

Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.

Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.

Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.

- Ρε χτες φορμάτ σου λεω! Ήπια μια κάβα και με κουβαλάγανε. Ελπίζω να μην έγινα τελείως ρόμπα.

(από notheitis, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για το ειρωνικό σχόλιο, που μπορεί να πέσει για άτομα που δε διαθέτουν μουσική παιδεία, είναι εντελώς ατάλαντα στο τραγούδι, εντούτοις όμως είναι ψωνισμένα με το τραγούδι και επιμένουν να αγριογκαρίζουν.

Έτσι ο όρος παραπέμπει στο κακής ποιότητας τραγούδι και αναφέρεται σε τύπους που διαθέτουν λαρύγγι Κακοφωνίξ ή Μαρία Καβλας. Η Μαρία Κάβλας βέβαια, μπορεί να μην είναι αοιδός (Αιδοιός οπωσδήποτε), ωστόσο διαθέτει άλλα τάλαντα.

Είναι γεγονός πως η τύπισσα έχει από φωνή μουνί, κι από μουνί φωνάρα. Μπορεί να μην έχει μεν καλλιτεχνικό λαρύγγι, έχει όμως βαθύ λαρύγγι. Κι ο τρόπος ακόμα, που κρατάει το μικρόφωνο παραπέμπει σε άλλα κρατήματα. Δεν έχει ακούσει ποτέ της Λίστ (η μουσική παιδεία που λέγαμε), αλλά έχει σίγουρα αδιαμφισβήτητο ταλέντο ως ψωλίστ.

Τέτοια ψώνια ψαρεύονται από εκπομπές τύπου Αννίτας και πολύ συχνά τους/τις βλέπεις να συνοδεύουν κάποια αγριόσκυλα σε σκυλάδικα του αισχίστου είδους.

-Τι άναρθρες κραυγές είναι αυτές που ακούς στην τηλεόραση;
-Δεν έχει τίποτα σοβαρό η τηλεόραση, εκτός απο αυτό που βλέπω.
-Τι βλέπεις;
-Aκούω τον Κάτμαν στην εκπομπή της Αννίτας. Σε λίγο θα 'ρθει κι ο τύπος που τραγουδάει το «σχιζοφρενή με το πριόνι». Κάτσε λίγο... Θα σ' αρέσει.
-Κοίτα, ή χαμήλωσέ το, ή ψάξε μπας και πιάσεις Λιακόπουλο. Κάπου θα τον βρεις. Χίλιες φορές να ακούω τις φωνές του, από αυτή τη γαργάρα με ξυλόπροκες που μου 'χει τρυπήσει τ' αυτιά μου. Λίγο ακόμα και με βλέπω για ωριλά αύριο. Και αν πάω εκεί... γάμησε τα.
-Σουτ. Μπήκε ο σχιζοφρενής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να δηλώσει ότι στο συγκεκριμένο μαγαζί, είμαι θαμώνας, έχω κάνει μεγάλους λογαριασμούς, πηγαίνω συνέχεια.

  1. - Το Galea το έχω χτίσει ρε, έπρεπε να έχουν προτομή μου απ' έξω.

  2. «Ίσα μωρή χαμούρα, εγώ τά 'χω χτίσει αυτά τα μαγαζιά» (Χάρυ Κλυνν).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως από γκάνγκστερ για να δηλώσει ότι ο στόχος τους έφαγε πολλές σφαίρες κατά την εκτέλεση. Παρόμοια έκφραση είναι η εξής: «Τον γεμίσαμε μολύβι!»

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται από τον λαό για να πούμε ότι κάποιος έφαγε το ξύλο της χρονιάς του.

- Αφεντικό ακούω τις εντολές σου...
-Τόνι... σκοτώσανε τον ανηψιό μου... πάρε το αυτόματο και πάμε στο πούστη τον Τζώρτζιο να τον ταΐσουμε αρακά που μας πρόδωσε.
-Έγινε αφεντικό.

Ή

Χθες ήμουνα με τον Θοδωρή και τον Κώστα και μας την πέσαν κάτι πρεζόνια να μας ληστέψουν, αλλά αρχίσαν ο Θοδωρής και ο Κώστας τα κινέζικά τους και φάγαν πολύ αρακά... φύγαν τρέχοντας χορτάτοι...

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Sci-fi κραυγή αυτοηδονισμού που σημαίνει με γουστάρω, με πάω με χίλια, χύνω για την πάρτη μου. Προέρχεται από τους θαμώνες των στριπτιτζάδικων και κωλόμπαρων εις τα οποία ο μετρ (...) υποδεικνύει με χρήση lazer pointer τον δικαιούχο του επόμενου χορού... Είναι όπως τους προβολείς της δημοσιότητας-διασημότητας, αλλά για τις εφήμερες απολαύσεις της ψευτο-large παρακμής... Στο μέλλον, όλοι θα δικαιούνται 5 λεπτά λεϊζεροσύνης....

- Φίλε μου, αυτή τη στιγμή που μου μιλάς, το πέος μου πονάει....
- Γιατί ρε δικέ μου;
- Γιατί έκανα άγριο έρωτα....
- Λέγε ρε μαλάκα....
- Εγάμησα στο όνομα της ανθρωπότητας και του δίκαιου Θεού τη Λίλιαν...
- Ιιιιιιι!!!! αούα!
- Ναι, ναι, ναι, ΝΑΙ, ΝΑΙ, ΕΔΩ, ΕΔΩ ΤΑ ΛΕΪΖΕΡ ΑΠΑΝΩ ΜΟΥ, ΟΛΑ ΕΔΩ, ΣΕ ΜΕΝΑ!!! Αααα, κάτι τέτοιες στιγμές με πάω πολύ ρε πούστη μου.....

(από xalikoutis, 06/11/08)θύμα του πάθους  (από xalikoutis, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καθίζω (μ)πρόκα» είναι ένας ακόμα, ίσως ο πλέον κλασικός, τρόπος να πεις « αφήνω ή την κάνω πιστόλα» ή πιστολιάζω, ή αφήνω τόγκα ή και αφήνω τάπα. Δηλαδή δεν πληρώνω (χρέη μου) και ψεκάζομαι με άζαξ...
Υπερθετικός: ταβανόμπροκα.

- Ο Λάκης ρε μαλάκα; Θεοκούζουλος... στα νιάτα του έκανε χοντρές μαλακίες....
- Δηλαδή;
- Άμα έβγαινε και δεν ήταν να γαμήσει, πήγαινε στα κλαμπ και έλεγε στους πορτιέρηδες «με θυμάσαι, είμαι αυτός που προχθές άφησα πρόκα στο μαγαζί;» έτσι στο άσχετο, χωρίς να έχει αφήσει... μόνο και μόνο για να καταλήξει να δέρνεται...
- Τόσο psycho....
- Τόσο.

[το παράδειγμα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης έκφραση που πηγάζει από ανέκδοτο γεννημένο μέσα στα σκυλάδικα (βλ. παράδειγμα 1). Λέγεται όταν, ως κομπλεξάρες, ευχαριστούμε πικρόχολα κάποιον για την κακιούλα που -καταλάθος ή ξεπίτηδες- μόλις μας ξεστόμισε (βλ. παράδειγμα 2). Η ατάκα έχει πλάκα και έχει μείνει στην ιστορία μάλλον επειδή έχει να κάνει με τον περίφημο τραγουδιάρη Λάμπη Λιβιεράτο για τον οποίον προφανώς ό,τι και να ειπωθεί σηκώνει γέλιο.

  1. Ο Λάμπης Λιβιεράτος τραγουδάει σε ένα κέντρο. Στο πρώτο τραπέζι πίστα κάθεται φανατικός θαυμαστής του, εντελώς τελείως λιώμα, και του φωνάζει:
    - Γεια σου ρε Μπάμπη!
    Ο Λιβιεράτος κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Ο λιώμας ξαναφωνάζει μετά από λίγο:
    - Είσαι μεγάλος, ρε Μπάμπη!
    Γίνεται αυτό καναδυό φορές ακόμα ώσπου ο Λιβιεράτος τα παίρνει και, διακριτικά, σκύβει στο τραπέζι και του λέει, με τα δόντια σφιγμένα:
    - ΛΑμπης...
    Και απαντά ο τύφλας, όλος χαρά:
    - Και συ λάμπεις, Μπάμπη!!!

  2. - Τι έγινε ρε Στέλιο; Παχύναμε, παχύναμε; Βλέπω πατσοκοιλίτσα ή μου φαίνεται;
    - ...και συ λάμπεις, Μπάμπη!

(από ironick, 18/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified