Γυναίκα που δουλεύει στον πάγκο του μαγαζιού, η μπαργούμαν.
Γυναίκα που δουλεύει στον πάγκο του μαγαζιού, η μπαργούμαν.
Δες και -μούνα.
Got a better definition? Add it!
Τουρμπάτο μωρό με κώλο που τραγουδάει και κουνιέται σε σκυλάδικο επαγγελματικά. Θα την πετύχεις να μαλώνει στο τηλέφωνο για το ποια θα βγεί πρώτη να κουνηθεί ή και να κοιμάται μεσημεριάτικα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρώτη σκέψη 90's, δεύτερη τα χάπατα, τρίτη Οινόφυτα parties και battery club, τέταρτη σκέψη οι εναπομείναντες που χορεύουν κάνοντας κουτάκια με τα χέρια τους και άλλα 90's χορευτικά σε πάρτυ που θα ήθελαν να τους θυμίζουν τα δικά τους. Φοράνε πολύχρωμα πουκάμισα, περίεργα παντελόνια συνήθως και οι πιο hardcore πολύχρωμα κορδόνια και down town παπουτσάκια όσοι το πάνε προς trance..
Got a better definition? Add it!
Από τα καύλα+νύχτα. Παραλλαγή του καληνύχτα. Το υπονοούμενο, σαφές.
- Καυληνύχτα Τζον Μπόι!
- Καυληνύχτα Σου Έλεν!
- Καυληνύχτα Μαίρη Άνν...
(παραλλαγή των τίτλων τέλους της παλιάς τηλεοπτικής σειράς «Οι Ουώλτονς»)
Βλέπε και καυλώστονα!.
Got a better definition? Add it!
Το «πρώτο τραπέζι πίστα» στα καθαρευουσιάνικα.
Το τραπέζι που βρίσκεται κοντύτερα στην πίστα σκυλάδικου ή παρόμοιου είδους κέντρου διασκέδασης.
Και πού 'σαι γκαρσόν, βάλε μας άλφα τράπεζα πίστεως, και φέρε μας και 30 πανέρια γαρούφαλα ναούμ'...
Got a better definition? Add it!
Άτομο που έχει παραμείνει ξύπνιο σερί τη νύχτα και την ακόλουθη μέρα.
Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το σερί, αλλά και σημασιολογικά από το επάγγελμα του σερίφη καθεαυτό, που απαιτεί μοναχικές βραδινές βάρδιες.
-Θα έρθεις το βράδυ;
-Μπα χλωμό, επιτέλεσα καθήκοντα σερίφη χθες τη νύχτα με το WoW και είμαι κομματιανός.
Και χτεσινός.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι μούρη αλλά πιο πολύ από όλους τους άλλους. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζει ο ίδιος.
- Ποίος το περίμενε ρε, ο Βασίλης που στο σχολείο ήταν του κλότσου και του μπάτσου έγινε πορτιέρης, έμπλεξε με τα κυκλώματα της νύχτας και τώρα τον τρέμει όλη η Αθήνα! Πρώτη μούρη στο Καβούρι ο Βασιλάκης.
Got a better definition? Add it!
Περνάω πολύ καλά, διασκεδάζω υπερβολικά. Από το σπάσιμο των πιάτων στα μπουζούκια που για κάποιους αποτελεί σημάδι διασκέδασης.
Τόσο καιρό έβγαινα με την Μαρία και ξενέρωνα. Χτες βγήκα με τους φίλους και τα σπάσαμε! Ποτά, σφηνάκια, χορός, γκόμενες άλλες γνωρίσαμε, χαμός σου λέω! Στις 6 το πρωί γύρισα! Άλλο βέβαια που η Μαρία με περίμενε ξύπνια και τα άκουσα πρωινιάτικα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τύπος παρακμιακός και κατώτερο ον της κοινωνίας. Δουλειά του να δέρνει και να απειλεί. Συνήθως οπλοφορεί. Χαρακτηριστικά του: βρώμικο μούσι με φύλλα από τυρόπιτα, κιτρινισμένο από τη νικοτίνη, και ορισμένα σάπια δόντια. Ξεχωρίζει από τις χαρακιές στην μάπα από συμπλοκή με αναρχικούς.
Εισπράκτωρ του γνωστού κλαμπ σεξουαλικής διασκέδασης lolita.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται απο το αιδοίο. Σημαίνει μέρος, μαγαζί, γεμάτο γυναίκες.
- Πάμε να βρούμε τον Τάσο στο "Mama's".
- Τρελλός είσαι; Πάμε σε κανα ωδείο στου Ψυρρή, να χαζέψουμε μωράκια!
Got a better definition? Add it!