λελέβω, λελεύω

Ρήμα της ποντιακής διαλέκτου που σημαίνει χαίρομαι κάτι, ακουστό κυρίως στην ευρύτερα γνωστή ιδιωματική φράση «λελέβω σε!» (παναπεί, να σε χαρώ!, συνοδευόμενο συνήθως με εγκάρδια αγκαλιά).

Πιθανώς παιδί του αρχαίου λιλαίομαι.

Σουρτούκω! Να λελέβω τα κατσία σ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που έχει απαλό αιδοίο, άλλως πύλη του Παραδείσου.

Συνώνυμο: γλυκομούνα.

- Καλά, η τύπισσα είναι να πηδάς μέχρις αποφράξεως σπερματοφόρων αγωγών.
- Τόσο απαλομούνα είναι, ρε;

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified