Πάρε Πέντε (βαθμούς)!

Εύχρηστος και συμβολικός τρόπος επιβράβευσης ορισμού ή σχολίου στο σλανγκρ, ελλείψει βαθμολόγησης/αξιολόγησης.
Ινσέψιο με Dave Brubeck και το μυθικό του Take Five**. Όπως έλεγε και ο acg για το Brubeck του, "επιστρατεύεται για τις ανάγκες του σάιτ, για να δηλώσει ότι ο εκφέρων πέρα από σπεκ, σπεκάουα, σπέκια κι αστρασπέκια, έχει και μουσικές γνώσεις ικανές να συνοδεύσουν την μέγιστη ποντοδοσία*".
Μπορούν εδώ επίσης να προστεθούν κι οι αστερίες, το +1, το κούdoς, το λανάτο κ.ά. που χρησιμοποιούνται τελευταία εντατικά κι από ανάγκη, όπως αναφέρθηκε εδώ.
*Take Five.

+5 παράδειγμα. Ολταιμκλά σικ. (εδώ)
Από μένα 5+5 στα σχόλιά σου βικ! (εδώ)
5+5, που δεν τα βάζω συχνά. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα θαυμασμού για μεγάλα, εντυπωσιακά και χυτά βυζιά.

- Κοίτα τις βυζάρες της νάρας απέναντι!
- Όμιτζι, Βύζους Κράιστ!

(από electron, 08/01/10)(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κρεπερί που κάνει και γαμώ τις κρέπες.

Ρε μαλάκα. Πάμε να φάμε καμιά κρέπα της προκοπής στην Γαμησερί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο από την ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται ως επιφώνημα πανηγυρικής επιτυχίας, επικράτησης ή έντονης επιδοκιμασίας. Αντίθετα απ' το αντίστοιχο των ταυρομαχιών, ο τόνος μπαίνει πάντα στο «ό».

Εκφωνητής: ..και η ομάδα μετά το 2-0 παγώνει το παιχνίδι κάνοντας κοντινές πάσες στο χώρο του κέντρου...
-Κερκίδα: Όλε!
-Κερκίδα: Όλε!
-Κερκίδα: Όλε!
-Κερκίδα: Όλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των: γκομενάρα, θεά, μουνάρα.

Βγαίνει από το γαλλικό «τρε ζολί» με προσθήκη του ελληνικού όρου για το αιδοίο.

(Δεν το κατατάσσω στα πρόστυχα γιατί ως γνωστών δεν υπάρχουν τέτοιες λέξεις αλλά πρόστυχα είναι μόνο τα μυαλά των ανθρώπων, επίσης ούτε σεξιστικό θα το χαρακτήριζα για τον ίδιο λόγο).

-Είδες το Ελενάκι πως έφτιαξε...;
-Ναι ρε μαλάκα, τρε μουνί!

(από Hank, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

φακ γέα, χελ γέα

Άρτι ελληνοποιηθείσες αμερικλανιές, ανακράζονται σε διθυραμβικές στιγμές αυτοεπιβεβαίωσης, συχνά συνοδεία χορευτικών κινήσεων ή σπασμών του σώματος.

Εκ των fuck yeah και hell yeah.

Βλ. επίσης: Ὦ Γαῖα!

Σλανγκασίστ: Σούλτω. Αφιερούται με αγάπη στον Vikar.

1.
Φακ γέα μπίτσεζ, εμένα που με βλέπετε, τα 'χα με τη Βουγιούκλω

2.
αφου ο πρωθυπουργος εξηγγειλε ΔΩΡΕΑΝ WIFI (φακ γέα!!!!) λογικο ειναι μετα να εχει email ολος ο κοσμος.

3.
Σε άλλα νέα, επιστρέφει το Commander Mode (χελλ γέα!), θα υπάρχει Battle Recorder (επιτέλους) και ίσως να υπάρχει η δυνατότητα να παίζεις σαν γυναίκα στρατιώτης!

4.
Αγαπημένη Γαλλιδάρα θεά, λίγο ρετρό, λίγο παιχνιδιάρα, πεθαίνω, λιώνω, ασιατικής καταγωγής και με φακίδες (χελ γέα), λουλούδια στα μαλλιά σχεδόν πάντα και παριζιάνικες γειτονιές για φόντο.

Σόρρυ, κάτι σε Βαρουφάκη δεν βρήκα (ακόμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified