Further tags

Πίνω πάρα πολύ. Πίνω τον Βόσπορο. Αγγλιά («to drink one's weight») που ακούγεται στον ύμνο των James «Getting away with it».

Είναι γερό ποτήρι, σου λέω. Κάθε βράδι γυρίζει τα μπαρ της Λεωφόρου Νίκης και πίνει το βάρος του.

Στο 2:42 (από allivegp, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταμάχητη επιθυμία για οποιοδήποτε έδεσμα, συνήθως τζανκίλα. Ο όρος μαντσίλα περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία έχει περιέλθει ένας άνθρωπος όπου το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα ικανοποιήσει την επιθυμία του να καταναλώσει οποιοδήποτε γλυκό ή αλμυρό, εργοστασιακό ή σπιτικό. Ανήκει στην σλανγκ των χασικλήδων και περιγράφει το γουργούρισμα της κοιλιακής χώρας μετά από κατανάλωση επεξεργασμένης ή/και όχι κάνναβης. Οι χασικλήδες και οι παρέες τους το χρησιμοποιούν καταχρηστικά και απουσία κάνναβης.

Είναι μεταφορά από την αγγλική σλανγκ: munchies (βλ. εδώ στο urbandictionary )

Σημείωση: Η σπιτική μαντσίλα είναι ελληνικό μόνον φαινόμενο, αφού μόνο στης Ελληνίδας μάνας τον φούρνο βρίσκεις πάντοτε κάτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.

- Πο πο μαλάκα, έχω κάτι μαντσίλες... έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε;
- Μπα το γαλακτομπούρεκο το έσκισα όλο χτες. - Ε πάμε μέχρι το περίπτερο. - Άραξε λίγο και πάμε σε κανα 10'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικός χαρακτηρισμός της αλβανικής κάνναβης, όπου επιχειρείται η εξίσωση με ποικιλίες-βαρύ πυροβολικό του Jah, όπως Amnesia Haze, Silver Haze κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αστική Αχαΐα.

Γι' αυτό λατρεύω το Καραΐσκάκη! Όσα χρόνια και να περάσουν, πάντα θά μαστε κει, με Winston,΄Albanian Haze και εισιτήριο Χ14.

Ceci n\'est pas Albanian Haze (από Vrastaman, 15/04/11)(από doodoon, 15/04/11)

βλ. και αλβανό, Τίρανα Χέιζ (Tirana haze), νόζις, νόζης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελίτ των χορτοκαπνιστών, ευλογημένοι γαρ από τον ίδιον τον (κατά jamaicaνών) Θεό. Τα άτομα αυτά παρουσιάζουν αφύσικη αντοχή στην κάνναβη, καθώς και ειλικρινή αφοσίωση που θα ζήλευε και μαραθωνοδρόμος. Χαρακτηρίζονται από ήπιο χαρακτήρα, έξω καρδία και κόκκινα μάτια. Jah Blessed δεν σε κάνει αποκλειστικά η μεγάλη κατανάλωση, αλλά μάλλον η αναγωγή της μαστούρας σε αυτοσκοπό και παράγοντα αυτοπραγμάτωσης.

Τα αλάνια από Αμπελό είναι ένας και ένας Jah Blessed, έχουν το χρίσμα.

HIM (από Vrastaman, 15/04/11)(από Jonas, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από παράφραση της λέξης Φέος και παραπέμπτει σε φενγκ σούι λόγω της χαλάρωσης που επιφέρει.

Νικολάκη, αυτό το Φενγκ που έφερες με έχει κάνει Βούδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.

Εκ του αγγλικανικού hit.

- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)

- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)

- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτώση που προκαλεί η έλλειψη ισορροπίας μεθυσμένου.

Η Ελένη είπε: Σε ευχαριστώ που με υποστήριξες χθες όταν έπεφτα. Χάμω. Χαμόβερ.

(από terry, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσφιλές άθλημα, οι αθλητές του οποίου επιδίδονται στην ταυτόχρονη κατανάλωση μπάφων και ξιδιών, με δυσάρεστα συνήθως αποτελέσματα.

Κυριολεκτικά: μπάφοι με ξίδια.

- Πω πω δικέ μου, έχω κλάσει πάνω μου. Με έχει πιάσει κρύος ιδρώτας..!
- Εμ, αφού είσαι φλώρος. Τι το 'θελες το μπι εμ εξ;
- Μπεργκ. Πάω να αμολήσω μια ρουκέτα...

(από skabyjr, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λάντζα του στρατού. Παραλλαγή του όρου DJ. Κάτι που όλοι μας θέλαμε να αποφύγουμε με κάθε τρόπο και αντίδραση με την απαραίτητη αυτή λέξη.

- Ρε Μιχαλάκη κοίταξες το βαρδιόχαρτο σήμερα;
- Ναι χέσε μέσα... Γερμανικό εγώ απόψε.
- Και εγώ;
- Λάτζα.
- Μπωλ-shit...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Hangover -> Hanover. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την κατάσταση κάποιου μετά από γερό μεθύσι καθώς και την προσπάθεια να την ξεπεράσει.

  1. - Έλα, ρε φιλε. Που είσαι; - Ανόβερο.

  2. - Έλα, ρε φιλε. Τι κάνεις;
    - Περιμένω την πτήση για Αθήνα από Ανόβερο.

(από GATZMAN, 09/09/10)(από Vrastaman, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified