Σύντμηση για «Displaced Person», ο επίσημος όρος στα Αγγλικά για πρόσφυγες ή αυτούς που μεταναστεύουν λόγω πολέμου ή λιμού, χωρίς να θέλουν και με το ζόρι. Χρησιμοποιείται από τους ομογενείς της Αμερικής για να περιγράφουν κάποιον Έλληνα που, παρόλο που ζει 50 χρόνια στην Αμερική, δεν μιλά ούτε μια λέξη Αγγλικά και συμπεριφέρεται ακριβώς σαν να βρισκότανε στο χωριό του.

Χρησιμοποιείται επίσης ειρωνικά για «Αμερικανάκι» της δεύτερης-τρίτης γενιάς που π.χ. φοράει ελληνικές ποδοσφαιρικές φανέλες ή είναι μέλος μιας ομάδας παραδοσιακού χορού.

  1. - Πάμε στο καφενείο του θείου σου; - Όχι ρε μαλάκα, είναι γεμάτο D.P. και θα μας αγριοκοιτάζουν που φοράμε βερμούδα.

  2. - Ωραίο μουστάκι έβγαλες ρε D.P. Δεν βγάζεις και την τσαμπούνα σου να μας παίξεις μια σούστα να χορέψουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...

- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Νεοέλληνας. Αυτός που τα γνωρίζει όλα. Αυτός που είναι ειδήμων επί παντός επιστητού.

Μη σλανγκικά, ο Homo Universalis χαρακτηρίζει τον εξιδανικευμένο Αναγεννησιακό άνθρωπο: ερευνητικό και κριτικό πνεύμα, φιλοπεριέργεια, και κυρίως μία τάση για ενασχόληση με κάθε αντικείμενο της τέχνης και της επιστήμης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: Ο ντα Βίντσι, ο Αβικέννας, ο Ισαάκ Νεύτων, ο Γαλιλαίος Γαλιλέι κ.ά.

- Ήρθα στην Ελλάδα διακοπές και έχω δει τον homo universalis σε όλο του το μεγαλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική λέξη η οποία ετυμολογούμενη στα ελληνικά συνθετικά της (Lipo+san), σημαίνει τον χοντρό Γιάννη. Στη θέση του ονόματος μπαίνει οποιοδήποτε όνομα ανάλογα με την περίσταση. Ο τύπος Liposan είναι γνωστός και όλοι λίγο ως πολύ είχαμε έναν στο γυμνάσιο: χοντρός, γυαλάκιας και κατά κανόνα απουσιολόγος.

-Θα κάνεις κοπάνα 3η ώρα;
-Ναι. Πες ρε συ στο Liposan να μην μου βάλει απουσία, οκ;
-Έγινε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επαρχιώτης νεαρός, που προσπαθεί ν' ακολουθήσει την τελευταία λέξη της μόδας σε μουσική και ντύσιμο χωρίς παράλληλα ν' απωλέσει τη γοητεία του πρωτόγονου που τον διακρίνει απ' τους φλώρους της πόλης. Το αποτέλεσμα όμως, ακροβατεί συχνά στα όρια του κιτς και του νεοπλουτίστικου.

Εξέλιξη:

Προ δύο δεκαετιών, που η μέση ελληνική επαρχιακή οικογένεια δε μπορούσε να συντηρήσει 2 αυτοκίνητα (έστω και κορεάτικα) πλέον του αγροτικού (ή «αγρότη»), το τελευταίο ήταν και το όχημα που συνόδευε τον αγροτινέιτζερ στις εξόδους του. Την περίοδο δε των ποτισμάτων, έφευγε συχνά απ' το κλαμπ στη μέση της νύχτας για την καθιερωμένη «αλλαγή» (όχι του ΠΑΣΟΚ αλλά των σωλήνων). Σήμερα ενδέχεται να έχει εκλείψει το φαινόμενο αυτό, με τις εξελίξεις στην τεχνολογία αλλά και τη γενικότερη κρίση στην ελληνική γεωργική οικονομία.

- Για πού είμαστε απόψε; Κλαμπ «Γιδοκίνηση» για πριόνια ή στου «Τσέλιγκα» για ψητό και μπίρα;
- Κοψίδια ρε μαλάκα, η «Γιδοκίνηση» θα 'ναι ζίγκα στον αγροτινέιτζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση προέρχεται από το «sisters of mercy».

Οι αδελφές του ελέους είναι γυναικείο τάγμα καθολικών μοναχών που ξεκίνησε από την Ιρλανδία το 1831 και έκτοτε δραστηριοποιούνται παγκόσμια στις φιλανθρωπίες.

Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να προσδιορίσει τον άρρενα ομοφυλόφιλο, ο οποίος τείνει με ευκολία να δραστηριοποιείται σεξουαλικά, ανεξαρτήτως καταλληλότητας του σεξουαλικού του αντικειμένου.

Συνήθως αναφέρεται είτε για να τονίσει το γεγονός της ομοφυλοφιλίας, είτε για να χαρακτηρίσει το υποκείμενο ως ακόρεστο ηδονών σε βαθμό που να προσεγγίζει τον σαβουρογάμη.

- Ρε συ Ελένη, τον καινούργιο τον έκοψες; Ωραίος γκόμενος...
- Καλά ρε μαλάκα δεν τον βλέπεις; Αυτός είναι αδελφή του ελέους... άσ' τον αυτόν, ξέχασέ τον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πας μη Έλλην. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αλλοδαπό, κυρίως Βαλκάνιο και Ανατολικοευρωπαίο, αλλά και Δυτικοασιάτη. Η λέξη αποτελεί εφεύρεση του Φουσέκη. Μπορεί να παραπέμψει και σε αλλοδαπές εγκληματικές μορφές. Μεγεθυντικό: ατζγκόνιαρος. Άκλιτο (πληθυντικός: οι ατζγκόνια).

- Καλά ρε μαλάκα Αλμπέρτο, γιατί λαχάνιασες;
- Ασ' τα! Μου την πέσανε κάτι ατζγκόνια για να μου κλέψουν το κινητό και τρέχω να τους ξεφύγω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ιταλός, υποτιμητικά.

Από την χαρακτηριστική βρισιά τους: «va fan culo», δηλ. «α γαμήσου».

- Α, εγώ με ξένους δεν πάω. - Γιατί, οι Ιταλοί, ας πούμε, είναι ωραίοι γκόμενοι.
- Σιγά μη μπλέξω με βαφακούλο να με κάνει τάρανδο, τι λες!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η αμερικάνικη μουσική country καθώς και όλο το σκηνικό της: μπάντζος, δίχρωμα πουκάμισα, τζηνς, ζώνες με αγκράφες 5 κιλών, μπότα κροκοδείλου ή φιδιού, μπόλος και καπέλα στέτσον.

Μερικοί προχωρημένοι το λένε και «βλαχομπίλι» (από το hillbilly).

  1. Το άτομο επαρχιακής συνήθως καταγωγής που «παίζει» με θράσος σε χώρους όπου είναι σαν την μύγα μεσ' στο γάλα.
  1. Δεν το μπορώ το βλαχορόκ...

  2. Καλά, πώς και δεν φάγανε πόρτα εδώ αυτοί οι βλαχορόκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γκέι σε υπερθετικό βαθμό.

Χρησιμοποιείται συχνά από νεαρά άτομα όταν θέλουν να υποβιβάσουν συνομήλικό τους.

Τι θες ρε γκέουλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified