Κοινώς: τον πούλο.
Άσ' τα φίλε, πήραμε τον Μπεόγουλφ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το χώσιμο. Να κάνεις τη δουλειά του άλλου όταν αυτός δεν μπορεί.
Πωπω, εκεί που μείναμε 3 άτομα στο λόχο, παίρνει ο ένας ελεύθερος υπηρεσίας και θα κάνουμε το νούμερό του σκάτζα.
Got a better definition? Add it!
Η δεύτερη συλλαβή της Αγγλικής λέξης grenade. Χρησιμοποιείται χάριν συντομογραφίας γραπτά (και προφορικά) κατά τη διάρκεια πολεμικών παιχνιδιών on-line. (Προφανώς αφορά τα FPS)
- 'Ωπα! Τι έγινε, πώς πέθανα; (κλασική απορία noob)
- Nade...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.
Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!
Got a better definition? Add it!
- Ρε Γιάννη κάνε και κάτι άλλο! Δεν μπορεί όλη τη μέρα να κάθεσαι και να μπλογκάρεις!!
- Έλα ρε τι γίνεται...;
- Καλά μωρέ, ήσυχα, σπίτι... Βλέπω TV... Μπλογκάρω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ουδέν σχόλιον..
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύντομο χέσιμο.
Πάω να στείλω ένα φαξάκι κι επανέρχομαι.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κιτς, ή η κατάσταση που είναι κιτς.
Κιτς είναι η αρχοντοβλαχιά, το κακόγουστο που χρησιμοποιεί την υπερβολή για να το παίξει ποιότητα.
Το σάββατο είχα πάει στο πάρτυ '80ς. Ήμασταν ντυμένοι κατάλληλα, με ρεβέρ, μαλλί αφάνα, κουστούμι στρας, ο ντιτζέι έπαιζε ντίσκο, ενώ από πίσω κάτι γκόμενες χόρευαν μπαλέτα και φορούσαν κάτι τεράστια φτερά... ήταν και ένα video wall που έδειχνε σκηνές απο βιντεοταινίες. Κιτσαρία μιλάμε!
Got a better definition? Add it!
Από το cult (θρησκεία, αίρεση). Είναι κάτι (συνήθως καλλιτεχνικό δημιούργημα) που έχει δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς.
Συνήθως αυτό το κάτι δεν κατάφερε να κάνει μεγάλη επιτυχία στο ευρύ κοινό, ή δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, αλλά όσο περιορισμένο αντίκτυπο είχε, τόσο φανατικοί είναι οι θαυμαστές του μερικά χρόνια μετά.
- Το σάββατο έχουμε βραδιά βιντεοταινίας, έρχεσαι;
- Ωχου ρε συ, μαλακίες θα βλέπουμε τώρα; Τι βρίσκετε σε αυτή την ογδονταρία;
- Έλα ρε που το παίζεις ποιοτικός... Αφού είναι καλτ τα '80ς!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για να εκφράσουμε μεγάλη κούραση που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες ενέργειες.
- Πάμε σινεμά απόψε;
- Α, πα, πα, όλο το πρωι έκανα δουλειές και τώρα έχω πάθει κολάπσους καταχάμους και το μόνο που θέλω είναι το κρεβάτι μου.
Got a better definition? Add it!