Further tags

Το σούργελο που προσκυνά.

- Πολύ σουργελέισον είναι αυτός σήμερα.
- Σίγουρα.

Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρελπις νέος ο οποίος διαθέτει υπερμεγέθη τζιβοειδή αφάνα ή ράστα, ύφος τύπου «Είμαι πολύ κουλ και άνετος» και μοστράρει επιδεικτικά το στυλ του. Ράσταμαν-μαϊμού. Θέλει να δείχνει ψαγμένος και συνοδεύεται συνήθως από 2-3 θαυμάστριες ανάλογης εμφάνισης και μικρού αναστήματος: μία για να κρατάει την κιθάρα, μία για να του στρίβει τα τσιγάρα και μία για να του θυμίζει πόσο όμορφος είναι.

Σε παραλία νησιού ή κάμπινγκ:
— Ε, Μήτσο, κόζαρε τον τύπο εκεί κάτω! Έχει απλώσει την αφάνα του σ' όλη την παραλία, γρατζουνάει το όργανο και μας το παίζει και γαμιάς...
— Άσε, τον είδα... Γέμισε ο κόσμος ρασταφάρια!

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα γνωστά σε όλους μας ιαπωνέζικα καρτούν πορνό. Χρησιμοποιείται για γκόμενες που μικροδείχνουν και είναι γλυκές και ντροπαλές ενώ παράλληλα είναι σκέτη καύλα. Στα ιαπωνέζικα σημαίνει ανωμαλία.

Μαλάκα Γιώργο, πολύ χεντάι αυτή η Καμέλα.

(από Hank, 16/05/09)(από Jonas, 25/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντοστούπης, ή αυτός που έχει μαλλί αφάνα σαν αράπης της δεκαετίας του '70.

  1. Άντε κουρέψου ρε, σα χόμπιτ έγινες.

  2. Σιγά μη βγω με αυτήν, το χόμπιτ... Με τακούνι φτάνει το ένα μέτρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δείχνει το άτομο που περνά πιο πολύ χρόνο στο γυμναστήριο παρά στο σπίτι του προκειμένου να φτιάξει το ιδανικό σώμα για λόγους υγείας, για να πάρει μέρος σε κάποιο διαγωνισμό (σπανιότερα), ή για να το εκθέτει σε κοινή θέα στη παραλία το καλοκαίρι με ανάλογες αξιώσεις (συχνότερα).
Το όνομα προέρχεται απο τον Arnold Schwarzenegger
διάσημο bodybuilder-ηθοποιό και νυν κυβερνήτη της California των Η.Π.Α.

- Θα έρθει απόψε μαζί μας για ποτάκι ο Δημήτρης;
- Αποκλείεται, πάλι στο γυμναστήριο θα πάει. Θέλει λεει μέχρι το καλοκαίρι να έχει φτιάξει σώμα! - Α, την έχει δει και πολύ σβάρτσος!

Βλ. και σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, πρησμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομψός, ο καλοντυμένος, ο τσίλικος.

Στυλάτο σε βλεπω σήμερα μαλάκα, για γκόμενες πας; Πολύ σένιος!

Σύγκρινε με φρεσκαδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πορτιέρης με το ξυρισμένο κεφάλι και το βλέμμα «γαμάω-τάω». Η λέξη προέρχεται από τον πρωταγωνιστή της παλιάς τηλεοποτικής σειράς «Σογκούν».

- Μαλάκα την κόβω τη δουλειά, θα φάμε ήττα σοκ στο ενενήντα φεύγα. Κοίτα ο Τορονάγκας πώς μας κοζάρει. Θα φάμε πόρτα σου λέω. Πάμε να την κάνουμε με ελαφρά!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομερή γκόμενα με μεγάλα στήθη.

Η Δανάη είναι λος τουμπανέιρος!! Αν τη δεις στην παραλία θα πάθεις πλάκα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Το ιταλικό Robertο με ελληνική κατάληξη. Ο τύπος που προσπαθεί να ντύνεται σαν ιταλός με σκοπό να γίνει αρεστός στις γυναίκες χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα. Παλιότερα άφηνε και μουσάκι.

Έχει και κάποια παράγωγα:

  • ρομπερτάκος (ο εκκολαπτόμενος ρομπέρτος)
  • ρομπερτιλίκια (όλες οι σχετικές συμπεριφορές)

- Κοίτα ρε συ τον Τάκη, έχει μιλήσει μέχρι τώρα σε όλες τις γυναίκες που μπήκαν στο μαγαζί. Λες να τις έχει φάει όλες αυτές;
- Δεν πιστεύω, ο τύπος είναι γνωστός ρομπέρτος!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που προέρχεται από την ιταλική bottiglia και σημαίνει μπουκάλα. Συνήθως την χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε χοντροκομμένα αντικείμενα ή χοντρά γυναικεία πόδια.

Καλά, η Ειρήνη ενώ είναι τόσο αδύνατη στο επάνω μέρος του σώματός της, έχει κάτι μποτινέλια...

Got a better definition? Add it!

Published