Further tags

Αυτό το πρασινωπό που βάζουμε στα σούσι, αλλά και ο γουαζάς στον Υπερθετικό.

Πηγή: notheitis.

Κοίτα τον γουαζάμπι με το Φεραρικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον από το 2000 και μετά, ο όρος «μάνατζερ» έχει εκτοπίσει τον όρο νταβατζής ως συνώνυμό του.

Νομίζεις ότι βγάζει τίποτα η καημένη; Όλα στο μανατζεριλίκι τα δίνει...

Βλ. και (όχι απολύτως σχετικά) λήμματα μανατζαραίος, μις μάνατζερ, σύρφερ μάνατζερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πάμε παρακάτω», «στο επόμενο θέμα», «αλλάζουμε κουβέντα».

Το λέμε με ελληνική ανυπομονησία, δηλ. τραβάμε λίγο το -ε-: «Νεεεεεεεεεξτ!...» (κουνάμε και λίγο το πόδι) και το λέμε όταν έχουμε πήξει με κάποιο θέμα που έχει εξαντληθεί από την πολλή συζήτηση, ή όταν δεν μας συμφέρει αυτό που ακούμε.

Από το αγγλικό next = επόμενος, βεβαίως βεβαίως.

  1. - Μαλάκα, σκέφτηκα ένα λήμμα με θέμα τον φραπέ που θα σκίσει, να σου το διαβάσω να μου πεις,...
    - Νεεεεεεεεεεξτ! (pun intended)...

  2. Ρε συ Μαρία, πόσες φορές θα τα πούμε πάλι, αν δεν τον χωρίσεις αυτόν τον παπάρα άσπρη μέρα δεν θα δεις...
    - Νεεεεεεεεεξτ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο από το κλασικό παραμύθι του Άντερσεν: μαγικός καθρέφτης σπάει και μπαίνει στο μάτι του πρωταγωνιστή, ο οποίος δεν την παλεύει και πέφτει στα νύχια της Βασίλισσας του Χιονιού...

Σλανγκιστί, χρησιμοποιείται για να καταδείξει μια πολύ όμορφη αλλά χωρίς αισθήματα, απρόσιτη και επικίνδυνη γυναίκα.

Συνώνυμο, αλλά μερικές κλάσεις πιο κάτω: το παγόμουνο.

- Πωω, ρε φίλε, τι γυναικάρα αυτό το Χριστινάκι...
- Πρόσεχε ρε, μη μπλέξεις με την ice queen, γιατί θα 'χεις κακά ξεμπερδέματα...

(από Vrastaman, 08/05/09)Παγομούνα (από Khan, 18/03/13)

βλ. και παγόμουνο, κρυομούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πριν το φραπέ γίνει σάγκα του σάιτ, το καπουτσίνο ήταν το στάνταρ υπονοούμενο για τον πέοντα. Όπως και οι μοναχοί Καπουτσίνοι, που οι καημένοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τι σλανγκομοίρα τους περίμενε στην Ελλάδα.

Στην μετά φραπέ εποχή, ευλόγως ο καφές καπουτσίνο γίνεται φραπουτσίνο, για να δηλώσει το φραπέ με την γνωστή σύσταση, που προκαλεί αηδία σε πολλές Σλανγκοφοριάζουσες και τις κάνει να μην θέλουν να πιουν/ παραγγείλουν ούτε τον κανονικό καπουτσίνο. Παρομοίως έχουμε τα:

- Φραπουτσίνο φρέντο: Το φραπουτσίνο που σερβίρει παγομούνα.
- Φραπουτσίνο κάλντο: Το φραπουτσίνο με την καλή έννοια από καυτή φραπαιδοιάρα.
- Εσπρέσο: Το αγχωμένο φραπέ από φραπεδιάρα που επιδιώκει μεγιστοποίηση κέρδους με ξεπέτα.
- Εσπρέσο Φρέντο: Ό,τι χειρότερο! Βιαστικό ΚΑΙ από παγομούνα! Μακριά!
- Μοκατσίνο: Φραπουτσίνο από Αφροξυλάνθη, δηλ. Αφρογενή κορασίδα.
- Πουτσοτσίνο: Το γνωστό. Επίσης από τα ονόματα των κοριτσιών, βλ. λήμμα ντεκαφεϊνέ. Λ.χ. Λιλιαντσίνο, Μαρινοτσίνο κ.ο.κ.

Χύνω, χύνω με φραπουτσίνο!

(Τραγούδι τελειωμένου φραπεοκράτορα).

(από Khan, 20/02/14)(από Khan, 25/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O Emilio Pucci είναι ο Ιταλός που άνοιξε οίκο μόδας, που όχι περιέργως δεν μπορεί να πιάσει στην Ελλάδα, αν δεν αλλάξει όνομα. Ο Πούτσι μάνατζερ είναι ο μάνατζερ του οίκου Πούτσι, ή ο μάνατζερ της πούτσας, ή ένας μανατζαραίος για τον πούτσο.

- Ποιος Πούτσι μάνατζερ σκέφτηκε να ονομάσει την εταιρεία Πούτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθηγητής, σλανγκ εκ γερμανικών. Μία από τις τιμητικές προσφωνήσεις, σε στυλ: «Γιατρέ μου», «Πρόεδρε» κτλ.

- Και πού θα μας βγάλεις Χερ Προφεσόρ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη για τη σύφιλη. Εκ του male di Francia = αρρώστια της Γαλλίας.

- Έλα Φιφίν, να παίξουμε οι δυο μας την πουτάνα.
- Πάει. Εγώ είμαι ο πελάτης. Κάνε πως με πλησιάζεις.
[...]
- Αν θες, αντρούλη μου, πάμε εκει πέρα στο γιαπί και μου τη χώνεις από πίσω.
- Πολύ μ' αρέσει αυτό.
- Δεν το λένε έτσι. Λένε: «Πρέπει να σου 'χει σαπίσει από τη μαλαφράντζα για να γαμιέσαι από τη χεζότρυπα, έτσι δεν είναι, γκαμήλα;». Κι εγώ σου λέω: «Όχι μωρό μου. Είμαι καθαρή και απολύτως υγιής. Έλα να δεις το ροδοκόκκινο σκιστό μου.»
- Αν μιλάς συνέχεια εσύ, δεν μπορούμε να παίξουμε άλλο!

(Πιερ Λουΐς, «Μικρές ερωτικές σκηνές», μτφρ. Στράτος Κακαδέλης, εκδ. Ερατώ, Αθήνα 2000)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυλή χαζοχαρούμενων και εντελώς κενών περιεχομένου όντων, των οποίων το λουσάτο «lifestyle» οφείλεται στον υπερδανεισμό ή / και την υποκατανάλωση των επίσης χαμένων στο διάστημα γονέων τους. Επικοινωνούν με SMS, Twitter και άναρθρες κραυγές. Οι δημοσιοκάφροι τους θέλουν να βρίσκονται σε αντάρτικο πόλεων με τους κατατονικούς emo.

Η Ελληνική ποικιλία αποτελεί κοινωνιολογική καρκινογένεση του Κωστοπούλειου «ΚΛΙΚ», την άλλη δηλαδή πλευρά του ΠΑΣΟΚικού νομίσματος πού έφερε την μουτσούνα του Τσοβόλα και που τόσα κενοτόμα επέφερε στον κοινωνικό ιστό.

Εκ του αγγλικού trendy, του οποίου το έτυμο σημαίνει «σπεύδω ή σκύβω προς κάποια κατεύθυνση».

Γνωστοί και ως τρέντουλα.

Assist: Kitty Darling

- Οι διαμάχες ξεκίνησαν όταν ένας Trendy έκοψε τη φράντζα μιας Emo. Η κοπέλα –μη αντέχοντας την ατίμωση- κλείστηκε στο σπίτι της και δεν έτρωγε το φαΐ της, με αποτέλεσμα να χάσει 15 κιλά, αλλά θα πρέπει να χάσει άλλα 10 ακόμα γιατί ήταν θεόχοντρη.
(από εδώ)

Ας το ακούσουμε μέχρι να απαγορευθεί από το νόμο Καστανίδη. (από Khan, 17/03/11)(από σφυρίζων, 05/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το εσπρέσο λούγκο, το φραπέ μεταξύ ευφραπούστηδων γκέι.

Τον κερνάει τον εσπρέσο λούγκρο ο Πέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified