Further tags

Κατά το γαλλικό ντεφορμέ (= εκτός φόρμας), χρησιμοποιείται για περιόδους όπου κάποιος δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη για σεξ.

- Πωω, αυτές τις μέρες τις θέλω όλες... Κοντεύει να μου στρίψει σου λέω!! - Μπα, εγώ ειμαι ντεκαυλέ τώρα τελευταία...

βλ. και ξενερουά, αντισέξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του όρου solarium... Συνήθως φέρονται να το κάνουν γυναίκες, όπως και το solarium... Συνδέεται άμεσα με την ερωτική συνεύρεση...

-Ωραία γκόμενα αυτή...
-Ναι, και έχω ακούσει ότι κάνει τρομερό ψωλάριουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγάλος βυσματίας, αυτός που έχει τα μεγάλα μέσα και δεν τον κουνάει κανείς.
Φράση στρατού αλλά και γενικότερα.
Βγαίνει απο τα βύσματα neutron που θεωρούνται από τα κορυφαία στο είδος τους.

Ρε συ τι νιούτρον είναι αυτός ο Βυσμίδης, πήρε 1η μετάθεση από το κέντρο τεθωρακισμένων στην αεροπορία στρατού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Shut the fuck up!

- gma ta!
- stfu...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το emo (είδος homo pseudomelancholicus phrantzoplectus) είναι ένα είδος ανθρωποειδών το οποίο έκανε την εμφάνισή του κάπου μέσα στον 21ο αιώνα π.Χ.. Έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό το μαλλί του, που συνήθως συναντάται στο στυλ του «κορακί-φρατζολί». Θα μπορούσε επίσης να πει κανείς ότι το τρίχωμα του επάνω μέρους της κεφαλής τους παρουσιάζει ομοιότητες με το τρίχωμα ενός ακούρευτου πεκινουά. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των emo είναι η φράντζα (σιδερωμένη φυσικά), τρύπες παντού ΕΚΤΟΣ απ' τα αυτιά, κλαψομ.... εεεε, κλαψιάρικη φάτσα, καθώς και παπούτσια αμφιβόλου ποιότητας (και αισθητικής). Επιπλέον, χαρακτηριστικό των αρσενικών emo είναι το θεόστενο παντελόνι (δανεισμένο συνήθως από συγγενείς α' βαθμού λόγω cool-ο-αντίληψης / cool-ο-φάνειας / cool-ο-πάθειας), ενώ τα θηλυκά συναντώνται με κοντή φούστα με πολύχρωμη κάλτσα μέχρι το μπούτι. Απαραίτητο αξεσουάρ είναι το eyeliner, κυρίως για τα emo αγόρια, και φυσικά ο καλύτερος φίλος του emo, το πιστό ξυράφι.

Η καθημερινότητα ενός τυπικού emo
Ξυπνώ και αγκαλιάζω το κουνελάκι μου, φοράω το GAP φούτερ και το καρό σταράκι μου, βλέπω στον καθρέπτη μου να είναι καλά κρεμασμένη από το φρύδι η φράντζα μου και ξεκινώ για το σχολείο χωρίς φιλί στην μάνα και χωρίς καλημέρα στον μπαμπά. Στο σχολείο φτάνω και ασχολούμαι αποκλειστικά με το σχέδιο καρδούλων και αστεριών. Τις ελεύθερες ώρες (δηλαδή αυτές που κουράζεται το χέρι μου από το αριστούργημα που σχεδιάζω) σκέφτομαι την κοπέλα των ονείρων μου και πως είναι πολύ άδικο να μην την έχω. Κλαίω και λίγο την μοίρα μου και πάω σπίτι για να φάω το έτοιμο φαΐ της μαμάς. Όλη την υπόλοιπη ημέρα ασχολούμαι αποκλειστικά με το να κάνω νέους φίλους από το internet, να ζηλεύω που οι άλλοι είναι περισσότερο emo από εμένα. Επίσης βγάζω φωτογραφίες την φάτσα μου σε κλαψο-πόζες με το νέο super κινητό που μου πήρε ο μπαμπάς και που έχει 5Μpx camera για να δείξω στους άλλους emo φίλους μου στα starbucks το απόγευμα.

Τους πάει και το έμο! (από Hank, 16/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είστε Όλοι Μαλάκες, αυτός είναι ο πραγματικός ορισμός του Emo.

(εδω χρησιμοποιείται με άλλη σημασία) - Ρε μαλάκα τι σκατοemουλο είναι αυτό, δύο μέτρα φράτζα έχει και περπατάει σαν ανάπηρο, ele0CcC (όπως το γράφουν και αυτοί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση σκληρή. Ελληνική βερσιόν της αγγλικής λέξης hard-core. Χρησιμοποιείται για άτομα, ταινίες, μουσική.

  1. Έλα μωρή χαρκορίλα...

  2. Καλά, είδα μια τσόντα χτες, και πολύ χαρκορίλα!!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γελάστε όλοι δυνατά, αυτή είναι η ακριβής σημασία της λέξης, αν και ενίοτε έχει άλλη σημασία (έλεος) ή χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε ευγενικά: πάλι μαλακία είπες. Ενίοτε συναντάται και ως omg και 3 lol.

  1. – Μαλάκα, με είδε ο ήλιος και άσπρισα. – Λολ μαλάκα, τι λες; (με την σημασία της απορίας ή του «μαλακία είπες»).

  2. – Μαλάκα έπαιζα ντότα και μου την έπεσαν 3 και με σκότωσαν.
    – Λολ μαλάκα (με την σημασία της έκπληξης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ιταλικό ciao: αντίο, γεια.

Πρέπει να φύγω, άντε τσάγια.

Βλέπε και τσίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified