Κοινώς: τον πούλο.
Άσ' τα φίλε, πήραμε τον Μπεόγουλφ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ποια ήταν η Φατμέ και γιατί στο Γενί Τζαμί, ουδείς γνωρίζει. Αλλά, προφανώς, η εν λόγω κυρία συχνότατα έκανε τα κακά της στο συγκεκριμένο τέμενος διότι η έκφραση σημαίνει «έλα μωρέ τώρα, δεν έγινε και τίποτε, δε χάλασε ο κόσμος και στο φινάλε στα τέτοια μας, φιλάρα».
Απαντάται σπανιότερα και ως: «χέστηκε η Φατμέ στο Γκιουλ Μπαχτσέ».
Συνώνυμο είναι και: «Χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι».
- Τά 'μαθες; Η κυρία Κωλομεροπούλου φεύγει. 30% αύξηση + πέντε χιλιάρικα μπόνους της έδωσαν οι άλλοι.
- Ε, και; Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ του Αγγλικού high. Κάτι το χλιδάτο, όμως και κιτσάτο. Γκλαμουριά, μάλλον απροσδόκητη. Χρήση, συνήθως, ειρωνική. Συνήθως είπαμε.
- Και με το που προσγειωνόμαστε, περιμένει σωφέρ. Με καπέλο. Και μας πάει στη Ρολζρόις. Που έχει μπαρ. Που είναι πίτα στις σαμπάνιες. Χαϊλίκια πράματα.
- Νταξ, αφού είσαι χάι μεγάλε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφορά στη γνωστή μάρκα γερμανικών σπορ αυτοκινήτων Porsche. Η επιλογή του Πορσικό έναντι του ορθού Πόρσε για να περιγράψει όχημα της προαναφερθείσας μάρκας υποδηλώνει αφενός μεν τη μαγκιά του ομιλούντος, αφετέρου δε την προσπάθεια ελληνοποίησης λέξεων που οδήγησε στο να λέμε αηδίες του τύπου φυλλομετρητής, εξυπηρετητής, σάρωση και λοιπά.
Μια πιο αθώα εκδοχή για την προέλευση/σημασία της λέξης είναι ότι έχει ομοιοκαταληκτική σχέση με το ιππικό, γεγονός που σαφώς αντανακλά την ομολογουμένως μεγάλη ιπποδύναμη των αυτοκινήτων αυτών.
Σπανιότερα, απαντάται και ως Φεραρικό. Λόγω τιμής ίσως;
- Παρκάρω το γκολφάκι το GT έξω από την καφετέρια και πάνω που πάω να κάνω το μουβ στο Μαράκι, σκάει μύτη ο Νώντας με το Πορσικό και μένω με το πουλί στο χέρι. Άστα να παν... Άτιμη κενωνία!
- Το Πορσικό πολύ το αγαπώ, πολύ το αγαπώ εγώ το Πορσικό! (σ.ς.: τραγουδιστά, προφανώς από τον ευτυχή ιδιοκτήτη.)
Got a better definition? Add it!
Τεχνικός χαρτοπαικτικός όρος στο Μπουρλότο (το επονομαζόμενο και Μπούρλο), το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στη Β. Ελλάδα και δη στη Θεσσαλονίκη. Η φράση είναι γαλλική και σημαίνει χωρίς ατού. Εκφέρεται όταν περάσει και το όγδοο (τελευταίο) ατού, κυρίως στα εκτός καφενείου καρέ (διότι εκεί δέρνουν άμα μιλάς πολύ), έχοντας προηγηθεί η φράση τα ατού είναι εφτά και φωνάζουν δυνατά. Ενίοτε και ως ένδειξη μαγκιάς και χαρτοπαικτικής δεινότητας εκφέρεται και ως σάνζα, έτσι νά 'χαμε να λέγαμε.
Σημειώνεται ότι ο πλούτος εκφράσεων στο μπουρλότο και γενικά στα χαρτιά είναι μοναδικός και ικανός να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερου σάιτ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το πασόκ, άσσος καρώ, σπίτι καθαρό, έχω κάτι μεγάλο, πού την έχεις; Άστο, η δικιά μου είναι μεγαλύτερη, Ιερά σύνοδος κλπ.
- Ρήγας. (εφτά τ' ατού)
- Ν' ανέβω: Δεκάρι.
- Μάλιστα. Σανζ ατού δηλαδή.
- Έλα, πολύ μιλάτε, λίγο παίζετε.
- Τσου ρε Λάκη.
Got a better definition? Add it!
Η ομογένεια ευθύνεται για εκφράσεις όπως τα μπιλοζίρια. Εγώ απλά την καταγράφω. Εκ του αγγλικού below zero, αναφέρεται σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός και όταν λέμε μηδέν στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για 0 βαθμούς Φαρενάιτ και όχι 0 Κελσίου, δηλαδή επιστημονικά σκατόκρυο.
Σχετικό δώσε κώλο στον ρουφιάνο! - Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού you're gonna shit (your pants). Πέραν της φυσικής ανάγκης που οδηγεί στην αφόδευση, το υποκείμενο μπορεί να οδηγηθεί στην εν λόγω πράξη λόγω (α) φόβου και (β) έκπληξης.
- Άμα την δεις το πρωί άβαφτη θα κάνεις κακά. Μην τρελαίνεσαι.
- Το πήρα τελικά το εργαλείο. Μαύρο με μαύρα δέρματα και ΟΖ μαγνησίου. Άμα το δεις θα κάνεις κακά σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Η ταρζανιά, η επικίνδυνη και απερίσκεπτη μανούβρα/κίνηση/πράξη/ενέργεια/δράση που επειδή μάλλον ο διαπράττων δεν είναι ο αείμνηστος John Wayne, δεν θα του βγει σε καλό.
Στο ένα χέρι το κινητό και στο άλλο το μπούτι της Σούζη, ήθελε να κάνει και καουμποϊλίκια στην παραλιακή. Και τώρα, το ραδίκι ανάποδα...
Got a better definition? Add it!
Κυρτό σπαθί που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Τούρκους (βλ. εικόνα 1).
Για κάποιο λόγο που διαφεύγει της προσοχής μου, η εταιρεία καλλυντικών Caron θεώρησε σκόπιμο να ονομάσει έτσι μία κολόνια της την δεκαετία του '80 (βλ. εικόνα 2).
Το σχετικό διαφημιστικό σποτ έδειχνε την κατασκευή ενός γιαταγανιού και μία παθιάρικη και καλά φωνή έλεγε «Yatagan. Eau de Cologne irresistible. De Caron.» Ήταν θέμα χρόνου να γίνει η οπτικοακουστική σύνδεση και ο όρος «yatagan» να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις μυτόγκες τύπου γιαταγάνι, [μπουγατσομάχαιρο] και Μορφονιός (βλ. εικόνα 3).
- Ωραίο παιδί ο Φώντας, δε λέω, αλλά το γιαταγκάν, πού το βάζεις;
- Ναι, σιγά ρε Μόνικα Μπελούτσι που σου πέφτει και λίγος.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που σαβουριάζει ό,τι φαγητό βρει μπροστά του, ιδίως τα βρώμικα, π.χ. σουβλάκια και πίτσες.
- Ρε μαλάκα, τον είδες τον Βαγγελάκη πόσο πάχυνε;
- Λογικό είναι ρε φίλε, αφού είναι του πούτσου φασφουντάς.
Got a better definition? Add it!