Further tags

Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.

- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..

Got a better definition? Add it!

Published

Αποσπώ τιμαλφή ή άλλα είδη των οποίων η αξία καθορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις με την απειλή όπλου, κέρατου, γροθιάς κτλ από άτομο, συνήθως στο δρόμο.

- Άσε ρε φ'λαράκ', με φερμάρανε οι μπαοκτσίδες το μπουφάν. Τι θα πω τη μάνα μου τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει Lαϊκή Aγορά, συνήθως για ειρωνεία.

- Από πού πήρες την μπλούζα και είναι τόσο χάλια; Από L.A.;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχει συγκεκριμένο ορισμό αλλά χρησιμοποιείται ως επίθετο για να φωνάξουμε κάποιον χωρίς να τον βρίσουμε, αλλά και χωρίς να τον φωνάξουμε με το όνομά του.

-Ρε γκουντρόν, πού είσαι και σε ψάχνω τόση ώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΟΚ στα cool-έζικα.

ΟΚ + κέικ (cake) = οκέικ

-Και φέρε μου τσιγάρα όπως έρχεσαι...
-Οκέικ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει παραμείνει ξύπνιο σερί τη νύχτα και την ακόλουθη μέρα.

Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το σερί, αλλά και σημασιολογικά από το επάγγελμα του σερίφη καθεαυτό, που απαιτεί μοναχικές βραδινές βάρδιες.

-Θα έρθεις το βράδυ;
-Μπα χλωμό, επιτέλεσα καθήκοντα σερίφη χθες τη νύχτα με το WoW και είμαι κομματιανός.

Και χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκλεκτός, κυρίως ως προς τις κομπιουτερικές ικανότητες.

Ελίτ -> elite -> lit -> leet (-> l33t)

- Πέρασα χθες από το net cafe της γειτονιάς και είδα το Nuker...
- Ε και;
- Με το ένα χέρι πόουναρε στο ένα PC κάτι νιούμπηδες στο counter stike, και με το άλλο πάτσαρε τον κέρνελ του μπι ες ντι σε άλλο PC. Είχε βγάλει και το ένα παπούτσι και την κάλτσα του κι έστελνε μήνυμα στο κινητό με την πατούσα του. Είναι πραγματικά πολύ leet αυτός ο Nuker...
- !

(από jesus, 15/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού own (έχω στην κυριότητά μου, «έχω», κατέχω). Κατά τη γρήγορη πληκτρολόγηση, παραπληκτρολογείται ως pwn (o -> p).

Χρησιμοποιείται ευρέως για να τονίσει την καθαρή υπεροχή κάποιου σε κάποιο βιντεοπαίγνιο.

Ο Τάκης χαλαρά σε ποουνάρει στο ντότα πάντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού newbie. Ο «νέος» και άρα περιορισμένων ικανοτήτων σε κάποιο αντικείμενο, κυρίως βιντεοπαίγνιο.

Βαρέθηκα να παίζω με σας τους νιούμπηδες πια. Δεν έχει και πολύ ενδιαφέρον πλέον... Neeeext;

Και νουμπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified