Further tags

Αγγλιά που σημαίνει πάτος, με λινκ ή χωρίς. Είναι το αντίθετο του τοπ, οπότε αντιστοίχως σημαίνει:

  1. Τον γκέι που υφίσταται την πρωκτική διείσδυση, τον «παθητικό» γκέι. Στην ελληνική σλανγκ έχει περάσει και ως μποτομιέρα και μποτομιέρα του ελέους. Για να παραφράσω τον Πιλαλί: Την μποτομιέρα μην κατηγοράς, αυτή σου δίνει για να φας.

  2. Αυτόν /-ήν που έχει το «παθητικό» ρολάκι σε ένα σαδομαζοχιστικό παίγνιο.

  3. Στο μπικίνι είναι το κάτω μέρος, που περιβάλλει την πατούρα.

Trivium: Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αγγλικός όρος topping from the bottom που σημαίνει ότι ο παθητικός ερωμένος ελέγχει την σεξουαλική δραστηριότητα πιο κυριαρχικά από αυτόν που επιτελεί την διείσδυση. Στα σαδομαζοχιστικά παίγνια είναι σχήμα οξύμωρο καθώς μιλάμε για κάποιον που είναι ταυτόχρονα μαζόχας, αλλά θέλει και να κυριαρχεί στο παιχνίδι.

  1. Γράφω ότι είμαι Μπότομ/βερς, γιατί αν γράψω ότι είμαι μόνο Μπότομ, θα με κράξουνε ως παθητικιά τελειωμένη, και το χάσαμε το παιχνίδι. Βασικά είμαι Μπότομ, αλλά δεν έχω ανακαλύψει ότι απόλαυση μπορώ να πάρω και από τους δύο ρόλους!
    (προβληματισμός κάπου στο Διαδίκτυο).

  2. Όσον αφορά στη σεξουαλικότητα, δεν είναι μόνο η επιλογή σεξουαλικού συντρόφου (και σίγουρα όχι μόνο με το άν έχει πούτσο ή μουνί ή τίποτα ή και τα δύο ανάμεσα στα πόδια, αν μοιάζει με άντρα ή γυναίκα ή ενδιάμεσο, αν εκφράζει αρρενωπότητα ή θηλυκότητα). Έχει να κάνει με συμπεριφορές όπως «τοπ και μπότομ» (που άλλοτε θεωρείτο ότι αρμόζουν μόνο σε άντρα και γυναίκα αντίστοιχα), bdsm πρακτικές, πολυσυντροφικότητα και πολυγαμικότητα (που παραδοσιακά θεωρούνται 'αποκκλίσεις' από τον υποτιθέμενο σωστό τρόπο να ζεις τη ζωή σου, δηλαδή τη μονογαμία). Όλα αυτά εξετάζονται κάτω από το queer βλέμμα, για να δεις αν είναι αλήθεια ή απλά κοινωνικές κατασκευές.
    (εδώ)

  3. Οταν ήμουν πιο νέα και πιο ωραία, πέταγα στη παραλία το τοπ και το μπότομ στο λαιμό! (εδώ)

(από Khan, 16/04/13)(από patsis, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως για cafe-bar-restaurant στα οποία συχνάζουν συνήθως οι οικονομικά ευκατάστατοι. Κατά την χρήση συνήθως υπονοείται και ότι αυτά τα μαγαζιά είναι ξενέρωτα και βαρετά.

- Πάμε για κανένα ποτάκι στο .........;;
- Ωχ μωρέ δεν γουστάρω τα κυριλάδικα, πάμε κάπου χύμα...

Ο ναός του αγίου Κυρίλλου στο Μάλακ Ιζβόρ (Λόβετς, Βουλγαρία) είναι κυριλλάδικο με δύο λάμδα (από Khan, 24/11/10)

Βλέπε και κυριλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά ο ράπερ. Από το Αγγλικό rapper = ο μουσικός της μουσικής rap.

Ραπερόνια σαν εμένα δε μασάνε ρε! Εγώ κάτι Νίβο και κάτι Τους τούς τρώω για πρωινό! Τύφλα νά' χει ο Έμινεμ!

Α α αρχίδια (από Khan, 24/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

PSE = Porn Star Experience.

Λέξη από τη διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, που χαρακτηρίζει τις πουτάνες που συμπεριφέρονται ως πορνοστάρ (ό,τι βλέπετε στις τσόντες).

- Φίλε, πήρα τη Λάουρα χθες σπίτι, πολύ special call girl.
- Έλα ρε! χαλαρά και sexy; gfe;
- Όχι τόσο, ήταν πολύ pse κατάσταση. Λες και παίζαμε σε τσόντα!
- Θέλω και εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

GFE = Girl Friend Experience.

Λέξη από τη διάλεκτος των μπουρδελιάρηδων, που χαρακτηρίζει τις πουτάνες που συμπεριφέρονται ως κοπέλες σου (με κουβεντούλα, ρομαντισμό) και έτσι.

- Φίλε, πήρα τη Μόνικα χθες σπίτι, πολύ special call girl.
- Έλα ρε! Σε αποτελείωσε;
- Όχι τόσο, ήταν πολύ gfe κατάσταση. Μου θύμισε την πρώην μου, τη Λίτσα.
- Θέλω και εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του σαβουρογάμη. Ο άνδρας ο οποίος συνευρίσκεται σεξουαλικά με οποιαδήποτε γυναίκα, ασχέτως αν του αρέσει ή όχι. Προέρχεται δε από την γνωστή έκφραση: «ότι κινείται εκτελείται».

Συζήτηση μεταξύ φιλενάδων...
- Μου την έπεσε ο Σταύρος. Τον ξέρεις; Είναι της προκοπής;
- Άσ'το φιλενάδα... Αυτός πάει με όποια να 'ναι... Είναι μεγάλος μπαζοκίλλερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου εντούρο (enduro), δηλαδή ελαφρού δικύκλου με υψηλές αναρτήσεις, ιδανικού για διαδρομές στο χώμα και στη λάσπη.

Αυτούς τους εντουράδες δεν τους μπορώ. Βρωμοκοπάνε ορυκτέλαια τα ρούχα τους όλη την ώρα!

(από Khan, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου στριτ (street), δηλαδή μοτοσυκλέτας μεγάλου κυβισμού κατάλληλης για ταχύτητα σε ομαλό δρόμο.

- Ωραίο εργαλείο ρε Μήτσο! Μας έγινες στριτάς τώρα;
- Εντάξει, το βαρέθηκα το χώμα. Θέλω λίγη άσφαλτο και γκάζια πια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο οδηγός μοτοσυκλέτας μάρκας Harley Davidson. Συχνά, από τον τύπο της εν λόγω μοτοσυκλέτας (τσόπερ) αναφέρεται και ως τσοπεράς.

Πέτυχα ένα χαρλεά στο φανάρι και με ξεκούφανε με την κωλοεξάτμισή του! Σαν τρακτέρ έκανε!

(από Khan, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου τσόπερ (chopper). Συνώνυμος συχνά και του χαρλεά, εφόσον οδηγεί μοτοσυκλέτα μάρκας Harley Davidson.

Στην Ελλάδα πρόκειται συνήθως για φραγκάτους παλιοροκάδες, με ουδεμία σχέση με το σπορ του δικυκλισμού, που κυκλοφορούν με πανάκριβα δερμάτινα και αξεσουάρ Harley Davidson, πάνω σε εξίσου πανάκριβες και άχρηστες τσόπερ (κατά προτίμηση Harley) μοτοσυκλέτες.

Και σκάει μύτη ένας τσοπεράς με δερμάτινα παντελόνια, σκουλαρίκια, μαλούρα και μια κοιλιά να! Και μετά μαθαίνω ότι είναι διευθυντής σε πολυεθνική! Πολύ φλωριά ρε φίλε!

(από Khan, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified