Η γυναίκα μισοριξιά.

Κυριολεκτικά, η κοντή και αδυνατούλα που όμως το παίζει Πάμελα...

Μεταφορικά, η χειριστική γυναίκα, η πουτανόψυχη.

Το μισο-, ενώ αναφέρεται στο ήμισυ, τελικά χωράει και την απόχρωση του μίσους, ως προς την χρήση της, καθότι η λέξη χρησιμοποιείται εξαιρετικά υβριστικά.

Επίσης ουδετεροποιείται και γίνεται «μισομούνι».

  1. δεν θα σε κανει οτι θελει το καθε μισομουνι

  2. μαζί με ένα άλλο εξίσου πράσινο
    μεταχειρισμένο μουνόπανο και εκείνο το μισομούνι την Εύη Τζέκου,
    τη στήσανε και πήγανε να φάνε τον άνθρωπο τον Ζαχόπουλο.

  3. μισομούνες ξεπρωκτιασμένες ημίκολπες πουτανάρες της μητριαρχικής σπυριασμένης χοάνης που μουγγνίζοντας σας ξέρασε σ' αυτόν τον κόσμο...

όλα αυτά τα καταπληκτικά, από το νέτι.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα περιφρονητικός χαρακτηρισμός ανθρώπων χαμηλού αναστήματος, συνέπεια ημιτελούς εκσπερμάτισης. Υπάρχει και η πιο χυδαία παραλλαγή, μισοχυσιά.

- Ο Τάπερμαν εθεάθη να πίνει εσπρεσούμπα στο Da Capo!
- Ρε την μισοριξιά, τον τάπερμαν!

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά μειωτικός και περιφρονητικός χαρακτηρισμός μικροκαμωμένων ατόμων.

- Είδες υφάκι ο τυπάς; Ούτε η Γιάννα Αγγελοπούλου νά 'τανε...
- Παράτας μας και συ ρε μαλάκα! Με τη μισοχυσιά θα ασχολούμαστε τώρα...

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.

-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός, μικροκαμωμενος άνθρωπος.

Κοίτα ρε τον κομίνη, μωρό που κυκλοφορεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified