Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Εις -ιά μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει τον κατώτερο, από διάφορες απόψεις, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική κ.ά., τη μπασκλασαρία, τον/την τελευταία. Στον προφορικό λόγο, δέον να προφερθεί με αριστοκρατίζοντα επιτονισμό καταφρόνησης επιβοηθούμενο από τις κατάλληλες γκριμάτσες αηδίας του προσώπου για την ξευτίλα της κατωτεριάς.

  1. ΚΑΤΩΤΕΡΙΑ Πασοκε Εσυ αμφισβήτησες, ΕΣΥ θα μας πεις πρώτος. (Από βρις-οφ εδώ).
  2. Πω πω! Σαν δε ντρέπομαι, η κατωτεριά, να έχω διαβάσει τα έργα των Διαφωτιστών από μεταφράσεις! Να τσακιζόμουν να μάθαινα Γαλλικά, αντί να αλητεύω στα Λονδίνα! (Με ειρωνική αυτοκριτική διάθεση εδώ).
  3. Ολα αυτά η αγράμματη Ελληνική κατωτεριά τα ερμήνευσε με το κουτσοβλάχικο μυαλό της! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει κίνηση, τροπή προς Χ κατεύθυνση.
Όπου Χ ∈ {τόπος, πράγμα, ανθρώπας, κόμμα, ιδέα, . . .}.

Κλασικούρα αλλά, n'existait.

Παράκλησις προς μαθηματικό σλανγκαρχείο, αν υπάρχει χρεία να το φτιάξει λίγο το ανήκειν, τα 'χω ξεχάσει γιατί.

  1. -Η Ελλάδα στο τέλος αυτής της τετραετίας θα βρίσκεται σε τελείως διαφορετική θέση. Γιατί έχουμε το λαό με το μέρος μας. #syriza
    -Θα κατηφορήσει προς Αφρική μεριά. Λίγο πιο κάτω απ'τη Σαχάρα. (εδώ)

  2. Η σύμπραξη Ποταμιού - Δράσης, το "γέρνει" πάντως λίγο το καράβι προς φιλελέ πλευρά. (εδώ)

  3. Αλλά, μάλλον, οι περισσότεροι πάνε προς αποχή ή τραλα-Λεβέντη, μεριά #ERTdeabate2015 (εδώ)

  4. ο κουτσουμπας αφησε τον συριζα κ επιασε πολεμο με ΛΑ Ε φοβαται μην του στριψουν προς λαφα μερια (εδώ)

  5. Σιγά σιγά να μαζεύομαι προς σπίτι μεριά προς κρεβάτι πλευρά! παίζει κ εκείνο το βάρβαρο πρωινό ξύπνημα κ η γυμναστική αλά καταδρόμι.. (εδώ)

  6. Προς γκουντις μεριά... (@ Πλατεια Ελευθεριας, Δραμα). (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified