Ο χοντρός που έχει πατσοκοίλια και τα μοστράρει κιόλας.
Πού πας ρε, Καραμήτρο πατσοκοιλιά στην παραλία;
Ο χοντρός που έχει πατσοκοίλια και τα μοστράρει κιόλας.
Πού πας ρε, Καραμήτρο πατσοκοιλιά στην παραλία;
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το σλαβικό stupa.
Ξύλινος κόπανος ή μεγάλη πέτρα, κοτρόνα. Όταν αναφερόμαστε σε άνθρωπο εννοούμε τον κοντόχοντρο.
- Πώς σου φάνηκε ο Μιχαλάκης; - Καλό παιδί αλλά στούμπος... για να με φιλήσει πρέπει ν' ανέβει σε σκαμνί...
Got a better definition? Add it!
Ως εμφάνιση, ο ανθρωπότυπος αρκούδα δεν είναι απλώς ο εύχοντρος, όπως μας λέει ο ορισμός του Azargled, αλλά ο εύχοντρος και τριχωτός. Η διαφορά της αρκούδας από τον γκάλη και τον γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ είναι, κυρίως, ότι η αρκούδα έχει τρίχωμα και στην πλάτη (έτσι γίνεται η διαφορική διάγνωση) και επίσης ότι η αρκούδα είναι εύχοντρος, ντουλάπα, με λεπτούς ώμους (αρσενική αχλαδομούνα ένα πράμα) και μεγάλη κοιλιά, ενώ περπατάει και πολύ βαριά.
Ψυχολογικά, είναι καλοκάγαθος κουλ τύπος, ενώ όταν ζευγαρώνει έχει τάσεις να εκτρέπεται στον λουλουκισμό. Νταξ, ο όρος αρκούδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον που έχει μερικές μόνο από τις παραπάνω ιδιότητες.
- Πάρε την αρκούδα πού 'ρθε να κάνει μπάνιο!...
- Πάλι πρέπει να αλλάξουμε παραλjία γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα ή το θηλυκόν ζώον που ξεχωρίζει στον περίγυρό της λόγω της κατανομής βάρους και του χοντρού κεφαλιού της που την κάνουν να ομοιάζει με μπάλα.
-Η χοντρομπαλού!
-Κάνε πέρα, βάζει για δήμαρχος θα κυλήσει πάνω μας αν μας δει να μας δώσει προσπέκτους!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα γεννητικά όργανα του παχύσαρκου άνδρα: το υπερβολικό πάχος τα περιβάλλει και τα κρύβει, οπότε η "σχισμή" (ανάμεσα στα μπούτια - παρουσία σκεμπέ) μέσα απο την οποία ίσα που φαίνονται (ή δεν φαίνονται καν), τα κάνει να μοιάζουν με γυναικεία γεννητικά όργανα.
(απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού dickpussy)
Πω ρε, πως πάχυνε έτσι ο μαλάκας... Θέλει και γκόμενα, λεεί, να γαμήσει... Που πας ρε Καραμήτρο με το πουτσομούνι;;;
Got a better definition? Add it!