Στην ανατολ. Μακεδονία (τουλάχιστον) σημαίνει τον παχύ, σωματώδη άντρα· αυτόν με τον χοντρό σβέρκο.
Συνώνυμα: τόφαλος, ξίγκι, βους.

Σύμφωνα με το λεξικό, μπισ, μπισ είναι η φωνή με την οποία φώναζαν τα γουρούνια στη νηπιακή γλώσσα και μπίσι το γουρούνι κι ο βρώμικος σαν το γουρούνι.
Ακόμη, Μπισίκια, (τα) είναι η λίμνη Βόλβη, από τα δυο παράλια χωριά της, τα Μεγάλα και Μικρά Μπισίκια.
Από το βουλγάρικο bis =γουρούνι.

Είναι και πολύ συνηθισμένο επώνυμο.

Ποιος παπάς μαρή, ο μπίσιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μποθρώνα, μποθρόνα

Η χοντρή γυναίκα, γενικώς.
Συνώνυμα: τόφι, κωλαρού, πατόζα, μπουρέκλα, φακλάνα.

-“Ω θεοί ...”
-“Μποθρώνα!”
εδώ

Λέγεται και για αγόρια (παράδειγμα 5).

  • Από άβαταρ Μαντόνα κι από κοντά σκέτη μποθρώνα (εδώ)
  1. Ο μπαμπάς ήτο φίτνες κι η μανούλα μποθρώνα. Αφότου τον άφησε να χρησιμοποιήσει το κορμί της ως τραμπολίνο σκέφτηκαν "θα γεράσουμε μαζί"(εδώ)
  2. Αλλα φταις κι εσυ που σου την πεφτουν! Παραεισαι ομορφη. Γινε μια μπουχεσα, πατόζα, μποθρονα να δουμε αν θα σου γραφουσι ντιεμια (εδώ)
  3. Έφαγε κ βαρυνε η μποθρόνα η κουμπαρομπεμπέκα. (εδώ)
  4. -ΚΑΡΓΙΕΣ ΤΕΛΟΣ Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΜΕ ΕΤΑΜΑΜΕ, ΚΟΤΣΙΠΕΡΙ ΚΑΙ ΚΙΝΟΑ. ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΟΡΝΠΗΦ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑΣ ΚΑΙ ΚΥΤΤΑΡΙΤΙΔΑ ΩΣ ΤΟ ΓΟΝΑΤΟ. Ψ Ο Φ Ο
    -ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! ΤΟ ΛΑΙΚΟ ΠΑΙΔΙ, ΜΕ ΤΗ ΜΠΟΘΡΟΝΑ ΣΥΖΥΓΟ, ΤΩΡΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ! (εδώ)
  5. Νικοο μου σε αγαπω σε εκτιμω αλλα εχεις γινει μποθρόνα. #destetous (εδώ)
  6. "29 κατασκευαστές brazilian συνιστούν δίαιτα” πες το ψέμματα θα ξεράσουμε τον λουκουμά με την κάθε μποθρόνα! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γυμναστηριακή σλανγκ, ο γυμναζόμενος δηλώνει με αυτή τη φράση ότι βρίσκεται σε αυτό το στάδιο του γυμναστικού προγράμματος, κατά το οποίο αυξάνεται ο μυϊκός όγκος.

  1. Σε βλέπω πολύ δυνατό, σφίχτερμαν κανονικός έχεις γίνει!
    - Εδώ και δύο μηνές φορτώνω κρέας. Το καλοκαίρι θα είμαι τζετ!
  2. Πόσο καιρό θα μου πάρει να φορτώσω κρέας;
    - Αναλόγως του πότε θα κόψεις τις πίτσες..

Ορισμένες φορές η φράση διατυπώνεται ως "φορτώνω καλό κρέας". Όπου "καλό κρέας" υποδηλώνεται ο μυϊκός όγκος σε αντιδιαστολή με το "κακό κρέας", που σημαίνει το λίπος.

  1. Δεν μου κάνει πια καμία μπλούζα, αλλά χαίρομαι γιατί έχω φορτώσει καλό κρέας!
  2. Πήγα διακοπές και έχω πέσει. Άσε... φόρτωσα και κακό κρέας... σκατά όλα, σου λέω..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεννητικά όργανα του παχύσαρκου άνδρα: το υπερβολικό πάχος τα περιβάλλει και τα κρύβει, οπότε η "σχισμή" (ανάμεσα στα μπούτια - παρουσία σκεμπέ) μέσα απο την οποία ίσα που φαίνονται (ή δεν φαίνονται καν), τα κάνει να μοιάζουν με γυναικεία γεννητικά όργανα.

(απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού dickpussy)

Πω ρε, πως πάχυνε έτσι ο μαλάκας... Θέλει και γκόμενα, λεεί, να γαμήσει... Που πας ρε Καραμήτρο με το πουτσομούνι;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα μεγάλων διαστάσεων (νταρντάνα), η οποία μετά από σιωπηλή προσπάθεια έχασε αρκετά κιλά και ομόρφυνε. Μπορεί να δηλώσει ότι έχασε και πάρα πολλά κιλά αλλά πάντα με θετικό αποτέλεσμα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός με το συγκεκριμένο πουλίον.

- Πω πω είδες την Βίβιαν Λι, ορτύκι έγινε.
- Ρε μάγκα κοίτα την Λένα. Την θυμάσαι; Από γοριλένια έγινε ορτύκι.
- Δες το Μαράκι, από νταρντανογυναίκα έγινε ορτύκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάρκινο εξόγκωμα που εμφανίζεται σε παχύσαρκους ανθρώπους στην περιοχή της μασχάλης και κρέμεται σαν βυζί. Μπορεί να είναι απλώς παρακολούθημα της συνολικής παχύσαρκης κατάστασης του σώματος ή να έχει πιο παθολογικό χαρακτήρα (λίπωμα) που εμφανίζεται και σε άτομα με κανονικότερο βάρος. Όπως και στη γυναικομαστία, ακριβής διαχωριστική γραμμή μεταξύ παθολογικής και νορμάλ μασχαλοβυζίας, οφειλόμενης σε παχυσαρκία, είναι δύσκολο να βρεθεί. Αλλά μπορεί και να λέω βλακείες αφού γιατρέσσα δεν είμαι.

Για πληροφορίες και φωτογραφίες εδώ.

- Πάχυνε πολύ η Καλλιόπη και κρέμασε μασχαλόβυζο. Με ξενερώνει..
- Άντε βρε βλάκα, σιγά το πράμα. Σβήσε το φως κι όλα καλά.

(από σφυρίζων, 03/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης άνθρωπος. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από τον χαρακτήρα ελαστικών της εταιρίας Michelin (βλ. Bibendum).

Συν. φουσκωτός, μπράβος.

Μιλάμε το καινούργιο κλαμπ που άνοιξε θυμίζει παλαίστρα! Γεμάτο λαστιχένιους ήταν μέσα, νόμιζα ότι αν σκοντάψω σε κανέναν θα με κατεδάφιζαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα ή το θηλυκόν ζώον που ξεχωρίζει στον περίγυρό της λόγω της κατανομής βάρους και του χοντρού κεφαλιού της που την κάνουν να ομοιάζει με μπάλα.

-Η χοντρομπαλού!
-Κάνε πέρα, βάζει για δήμαρχος θα κυλήσει πάνω μας αν μας δει να μας δώσει προσπέκτους!

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 04/04/14)(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 05/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο κωλοειδής σχηματισμός που παρατηρείται στους βαριά εύχοντρους στη μπροστινή μεριά του παντελονιού. Το παντελόνι χωρίζει την τεράστια κοιλιά στη μέση σχηματίζοντας 2 κοιλιακούς: τον άνω κοιλιακό, που παίζει τον ρόλο της κοιλιάς, και τον κάτω, που σχηματίζει τον μπροστινό κώλο.

(από εδώ)
«- Το γιωτόμπαλο… [...]
Στις ατελείωτες ουρές τις κατάταξης, ξεχωρίζει από χιλιόμετρα. Είναι κοντός, μπουνταλάς με “μπροστινό κώλο” και φοράει χοντρά κοκάλινα γυαλιά. Στο χέρι κρατάει μια ακτινογραφία, δύο αξονικές, ένα αερολίν, τέσσερις ιατρικές γνωματεύσεις, τα σχετικά αποκόμματα από εφημερίδες και μονίμως αγχώνεται για το πότε θα γίνει η επόμενη ιατρική εξέταση.»

  1. (από εδώ)
    «8.ΤΑ ΤΣΟΥΤΣΕΚΙΑ ΞΕΘΑΡΕΞΑΝ ΩΡΕ!!! Ο κάθε ποκοπίκος, μπουνταλάς, ασβός, αρούγκαλος, με μπροστινό κώλο, ρανταπλάν, κλασοπόμολος που στο λύκειο τον δούλευαν όλοι...ο τύπος με τη μπανάνα στη μέση, το πλαστικό shaker του φραπέ στο χέρι και ένα τάπερ με κεφταδάκια απτο σπίτι στην τσάντα του, με τη βερμούδα πάνω απο τον αφαλό που φτάνει στα βυζιά κ μέχρι τον αστράγαλο και άσπρες κάλτσες με μαύρα ποδοσφαιρικά παπούτσια που τα φοράει από το 5Χ5 μεχρι το villa mercedes υπάρχει ακόμα...ΝΑΙ ΝΑΙ δεν εξαφανίστικε μετά το λύκειο, απλά στο παίζει ιστορία στο καρλόβασι.......»

ΜΠΡΑΦ: στο 6:38 ο μπροστινός κώλος. (από Cunning Linguist, 13/05/12)(από Cunning Linguist, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν λέμε «μικρό μου πόνι» εννοούμε τον κοντόκωλο άνθρωπο που, επί πλέον, έχει γεροδεμένα μπούτια.

Άλλως, τσολιάς.

Ρε συ, ο καθρέφτης φταίει ή είμαι πράγματι μικρό μου πόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified