Further tags

Βασική λέξη της νεοελληνικής αργκό με ποικίλες σημασίες:

1) Η δυσφορία που προκαλείται όταν κάποιος είναι έξω από τα νερά του, εξ ου και ξενέρωμα.
2) Η διάψευση των προσδοκιών μας για κάτι.
3) Η υποχώρηση των συμπτωμάτων της μέθης ή της μαστούρας.
4) Η υποχώρηση της σεξουαλικής επιθυμίας.

  1. Πω ρε φίλε, τι γερουσία ήταν αυτή στο πάρτι χθες; Ξενέρωσα εντελώς να πούμε!

  2. Άκουσα το καινούριο CD των Maiden και ξενέρωσα! Δεν το κλείνουν καλύτερα το μαγαζί οι πουρέιντζερς;

  3. - Η γκομενίτσα έχει λιώσει στα ξύδια. Προβλέπω εμετοχυσία...
    - Καλά, πάρτης το ποτό κι εγώ πάω να της φτιάξω έναν καφέ, μπας και ξενερώσει καθόλου...

  4. - Τι έγινε χθες, την φιστίκωσες την Δεσποινούλα;
    - Όχι ρε φίλε... Έβαλα να δούμε το «120 μέρες στα Σόδομα» του Παζολίνι και ξενερώσα εντελώς... Μετά από αυτό είχα σιχαθεί τη ζωή μου, όχι να θέλω και σεξ...
    - Ρε τρόμπα, σε τέτοιες περιπτώσεις δεν βάζουμε ευρωπαϊκό κινηματογράφο... Κάνα Σρεκ και πολύ είναι!

Δες και ξενέρωτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αγανακτώ
  2. Μαστουρώνω (από το μπάφος)

Είχε τόσο καπνό εκεί μέσα... μπάφιασα κι έφυγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ζαμπόνιασα...

Ωχ, πρέζωσα τωρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αποβλακωμένος, άνθρωπος σε φυτική κατάσταση, που η ύπαρξή του είναι καθαρά διακοσμητική ή χρηστική μόνο για τους άλλους. Συχνά χρησιμοποιείται για εξαρτημένους που έχουν καταλήξει φυτά από την σκληρή χρήση.

- Φίλε, έχεις ένα κατοστάρικο;
- Έχουμε αλλάξει νόμισμα ρε κομοδίνο, δεν τό 'χεις πάρει χαμπάρι; Άιντε... Κοκό-ζαπρέ και άγιος ο Θεός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαφοκατάσταση στο ηλιοβασίλεμα.

- Μα πού χάθηκαν όλοι;
- Γίνεται ηλιοβασίλιωμα στο βραχάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το γνωστό διαφημιστικό σποτ, όπου οι εργάτες της ουισκοβιομηχανίας παίζουν με τις τάπες περιμένοντας να ωριμάσει το ουίσκι.

O τύπος τζάκ ντάνιελ διακρίνεται για την απεριόριστη υπομονή του. Δεν αγχώνεται, ωστόσο αγχώνει αυτούς που δεν είναι σαν κι αυτόν. Τα γράφει όλα ... κανονικά. Ο χαρακτηριστικός τύπος του δημοσίου υπαλλήλου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι. Υπάρχουν διαβαθμίσεις τζάκ ντάνιελ αντίστοιχα με τους βαθμούς του γνωστού ουίσκι.

Καλά πώς την έχουν δει στις δημοσιες υπηρεσίες; Μέχρι να κουνήσουν το ένα πόδι βρωμάει το άλλο. Μιλάμε για πολύ τζακ ντάνιελ κατάσταση.

(από GATZMAN, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άγριο πιώμα που οδηγεί σε κεφατζίδικη ατμόσφαιρα.

- Είσαι απόψε για το κουτούκι του Στέλιου; Θα έχουμε απαρτία. Θα μαζευτεί όλη η παρέα.
- Και βέβαια. Πολύ γουστάρω. Θα γίνει μια κρασοκατάνυξη άνευ προηγουμένου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ανεξέλεγκτες συνέπειες μιας αχαλιναγώγητης αλκοολοποσίας.

- Ήπιανε το άμπακο, ήρθαν στο κέφι και τελικά σπάσανε τα πάντα το μαγαζί.
- Καλά τι κρασοπατινάδα ήταν αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεξέλεγκτη κατάσταση λόγω μέθης.

- Με 2 ποτά έγινε κομμάτια. Έλεγε ασυναρτησίες και γέλαγε ο κόσμος μαζί του. Σταφίδα έγινε.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναμένοντας τις ρακές που παράγγειλες στο ρακάδικο, και ετοιμάζεσαι για την επερχόμενη ρακοποσία συζητώντας χαλαρά για τον ερχομό τους με τους συμμέτοχους στο project (ρακοποσία). Η ατάκα προέρχεται από παραλλαγή της γνωστής παροιμίας: «καλομελέτα κι έρχεται». Υ.Γ: συμμέτοχοι = φιλαράκια

- Άντε πότε θα 'ρθούν ρε φίλε οι ρακές να κάνουμε κεφάλι;
- Ρακομέλετα κι έρχεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified