Further tags

Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.

- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μεθυσμένος.

- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εισπνοή κοκαΐνης από τη μύτη.

- Τι γίνεται ρε, αυτή η γκόμενα χορεύει σαν τρελή όλο το βράδυ... Κώλο δεν έχει βάλει κάτω!
- Αυτή; Αυτή ρίχνει μυτιές, γι' αυτό την βλέπεις συνέχεια στην τσίτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ιδιότητα ενός ατόμου υπό την επήρεια ουσιών.

- Θάνο πάνε να πάρεις κάνα τσιγάρο...
- Ώωω ρε φίλε είμαι πολύ καλαμωμένος... στείλε άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώσιμο.

- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χάπια ή ναρκωτικά των οποίων η ημερομηνία λήξεως έχει παρέλθει. Επιφέρουν ακόμα πιο έντονες παρενέργειες σε αυτόν που τα έχει πάρει και ωσεκτουτού η συμπεριφορά του είναι ιδιαιτέρως αλλοπρόσαλλη.

Όρος που χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει κάποιον που συμπεριφέρεται ακατανόητα, σα να είχε καταναλώσει ληγμένα...

- Δες, δες την τη γιαγιά που τραγουδάει μόνη της μες τη μέση του δρόμου!
- Ρε τα ληγμένα! Πάει αυτή!

Απολαύστε υπεύθυνα. (από Galadriel, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεθυσμένος. Τόσο χάλια που δεν βλέπει μπροστά του.

Χτες βρεθήκαμε με κάτι παλιόφιλους, πήγαμε σε ρεμπετάδικο και γίναμε τύφλα.

Για συνώνυμα δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος. Κλασικός χαρακτηρισμός δεκαετίας και βάλε.

- Τι έγινε, θα βγούμε απόψε;
- Μπα, δεν την παλεύω. Πέρασε ο Γιάννης εχθές από το σπίτι και έγινα κόκαλο.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε μια κατάσταση ή κάτι που είναι υπερβολικά ψαγμένο, τρελό, σουρεαλιστικό, καμμένο. Αντίστοιχα αναφέρεται στον εθισμό.

  1. - Την κατάλαβες εσύ αυτήν την ταινία; - Κάψιμο σου λέω... Τι πίνει αυτός ο σκηνοθέτης;;

  2. Ρε συ άρχισα να παίζω WoW.. μεγάλο κάψιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήπιαμε πολύ... Κάποιος με κοπάνησε δυνατά...
Πολλοί ορισμοί.

Μου έσκασε μια μπάτσα και την άκουσα στέρεο ρε φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified