Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).
Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...
Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).
Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...
Σχετικά: φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα
Got a better definition? Add it!
Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:
Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).
Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).
Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.
Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...
- Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
- Όχι!
- Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί;
-Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
- Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
- Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
- Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...
- Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
- Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...
- Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
- Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!
- Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
- Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
- Και τώρα;
- Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...
Got a better definition? Add it!
Ο καφές φραπέ. Βλέπε και: φραπεδέλα, φραπεδιόλα, φραπόγαλο.
Γλωσσολογία του φραπέ
Η λέξη frappé είναι γαλλική και σημαίνει χτυπημένος ή ανακατεμένος. Ως ξένη λέξη κανονικά δεν κλίνεται (ο φραπέ). Όμως, σε αντίθεση με τις περισσότερες γαλλικές λέξεις που έχουμε δανειστεί και παραμένουν άκλιτες, στην ονομαστική μερικές φορές αποκτάει κατάληξη και κλίνεται (ο φραπές, του φραπέ, οι φραπέδες κλπ.), κυρίως στην καθομιλουμένη. Άλλωστε αυτό παραπέμπει και στην κλίση της λέξης «καφές». Ενίοτε στον προφορικό λόγο απαντά η μορφή «φραπεδιά» (π.χ.: «Πιάσε μια φραπεδιά») ή, σπανιότερα, «φραπεδούμπα» ή «φράπα».
(από ιστολόγιο)
Got a better definition? Add it!
Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.
Συγκεκριμένα στην ακατέργαστη μορφή του, όπως κόβεται απ' το αντίστοιχο δενδρύλλιο.
-Μάγκες, υπάρχει καθόλου φούντα, να ψωνίσουμε; -Όχι, μόνο σοκολάτα υπάρχει. -Αυτή να την πιείτε εσείς.
Σχετικά: φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η
Got a better definition? Add it!
Τρίφυλλο είναι το γάρο το οποίο έχει στριφτεί με 3 χαρτάκια. Μεγάλο σε μήκος είναι ιδανικό για μεγάλες παρέες και εύθυμες καταστάσεις!
- Θα φτιάξουμε κανα τρίφυλλο ρε μαν;
- Το ρωτάς; Έτς. Να γίνει Τέξας!
(στίχοι από το άσμα «Χάλια Χάλια» του ραπ συγκροτήματος «ΖΝ»)
«...Παίρνω απ' το κύπελλο το χόρτο το πρώτο
Φτιάχνω ένα τρίφυλλο το πρώτο
Τι είναι αυτά τα ασπρα; Χαρτάκια ασ'τα!...»
βλ. και καρότο
Got a better definition? Add it!
Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.
Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.
Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.
Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.
- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)
- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)
βλ. και κούφια.
Got a better definition? Add it!
Το μαγικό κουτάκι που περιέχει όλα όσα θεωρούνται χρήσιμα από πότες μερακλήδες και με άποψη, για το επιστημονικό στρίψιμο ενός καλού γάρου, δηλαδή χαρτάκια, τζιβανόχαρτα, τρίφτης, και φυσικά, το σταφ.
- Έχει κανένας εισιτήριο να φτιάξω τζιβάνα;
- Τι εισιτήριο ρε καρμίρη, έχω τζιβανόχαρτα, πιάσε την τζιβανοκασέλα, δίπλα στο στέρεο είναι.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Μπάφος κορωνίδα της κατηγορίας που οι χασίστες και φουντικοί ονομάζουν «διφυλλάκια».
Αποτελείται από 2 τσιγαρόχαρτα, το ένα κάθετα κολλημένο στην άκρη του άλλου δίνοντας την εικόνα του Τ (και όχι του σταυρού που θα ήταν και λάθος κατασκευαστικά) και με την δέουσα (δις) βεβαίως... γόμωση.
- Φτιάσε ένα ταφάκι ρε για καπάκι...
- Ωραία ιδέα... και δεν το φτιάχνεις;
Got a better definition? Add it!
Στην δεκαετία του '30 ένα τάλιρο ήταν μιά ποσότητα χασίς μεγέθους κέρματος πεντάδραχμου της εποχής (με το κατάλληλο πλάσιμο, καθότι μαλακό και εύπλαστο - δεν είχε πέσει πολλη χέννα) το οποίο ζύγιζε περι το 1 δράμι = 3,2 γρμ.
Δεν ξέρω άν είχε και σχέση με την τιμή του (αν και από πάντα η τιμή ήταν πιό ευμετάβλητη, ανάλογα την επάρκεια της αγοράς την ποιότητα, την αξία του νομίσματος κλπ κλπ)
Στην υπόγα
Ρε ν’ από πι ρε ν’ από πίσω στη στρατώνα βαρέσαν μα βαρέσαν μάγκα στην υπόγα
Μπαίνει 'νας μπα μπαίνει 'νας μπάτσος με το κούφιο Και ρίχνει μου και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο
Και κατρακύ και κατρακύλισε το φέσι μας σβήνει ο να μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση
Ωωωωωώχ ωωχ!
Και τον ανά και τον ανάβει η Κυριακούλα ρε που `χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα
Γεια σου ρε Μή γεια σου ρε Μήτσο στραβοκάνη
που σαι μαστού που
σαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι
Got a better definition? Add it!