Είμαι υπό την επήρεια ουσίας.
- Ρε Πασχάλη γιατί δε μιλάς;
- Άσε μ' έκλασαν τα ουίσκια πολύ άσχημα...
Είμαι υπό την επήρεια ουσίας.
- Ρε Πασχάλη γιατί δε μιλάς;
- Άσε μ' έκλασαν τα ουίσκια πολύ άσχημα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο έμπορας ουσιών.
Πάω στον Μπομπ Ντίλιαν να μου πει κανα τραγούδι.
Got a better definition? Add it!
- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.
Got a better definition? Add it!
Μετά από γερό μεθύσι, γονατίζω και κρατιέμαι από τη λεκάνη της τουαλέτας για να ξεράσω.
Συνώνυμο: προσκυνώ (τη λεκάνη).
- Τι λιώσιμο ήταν αυτό χθες ρε μαλάκα... Τό 'πιαμε το τσίπουρο όλο!
- Άσε, μόλις γύρισα σπίτι δεν την πάλευα, πήρα τη χέστρα αγκαλιά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μετά από γερό μεθύσι, γονατίζω μπροστά από τη λεκάνη της τουαλέτας για να ξεράσω. Σαν να την προσκυνάω δηλαδή...
Συνώνυμο: παίρνω τη χέστρα αγκαλιά.
(Εν μέσω γερού πιώματος)
1. - Τι έγινε ρε μαλάκα, πολύ ώρα ήσουνα στην τουαλέτα...
- Φίλε, προσκύνησα κανονικά... Δεν πίνω άλλο!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.
- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...
Σχετικά: Απόλλο, βαράω διάλυση, είμαι πτώμα, είμαι χώμα, ζόμπι, κομμένος, λιάρδα, κομματιανός, ντεντ μιτ, ράκος, σακάτης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατά την λήψη ναρκωτικών ουσιών, όταν αρχίζω και νιώθω την επίδρασή τους. Όταν δηλαδή αρχίζω και φτιάχνομαι, όταν αρχίζω και την ακούω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έξω απεξαρτηθεί από κάτι. Στην βασική του σημασία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απεξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, κατ' επέκτασιν όμως και με ειρωνική διάθεση σημαίνει την απεξάρτηση από οποιονδήποτε εθισμό.
- Τι κάνει ο φίλος σου ο Κώστας; Ακόμα στην πρέζα;
- Όχι ρε, ευτυχώς πήγε σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης και τα τελευταία δυο χρόνια είναι καθαρός.
- Τι λέει το Facebook, ακόμα εκεί ξημεροβραδιάζεσαι;
- Όχι ρε, κανέναν μήνα μου κράτησε η πώρωση και τώρα είμαι καθαρός. Τρελό κάψιμο το Facebook πάντως... Μέχρι και στον ύπνο μου το έβλεπα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που χρησιμοποιούν οι χρήστες κάναβης ως παροιμία που καταδεικνύει τη σημαντικότητα της τζιβάνας (αυτοσχέδιου φίλτρου) στην τελική ποιότητα του στριφτού τσιγάρου.
- Πρέπει να φτιάξω τζιβάνα.
- Στη τζιβάνα δώσε βάση το τσιγάρο μη χαλάσει.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός ατόμου που από το πολύ κάπνισμα παράνομων ουσιών (φούντα) έχει χάσει πάσα επαφή με την πραγματικότητα.
Δύο φίλοι πίνουν καφέ στο snowbar 2069m στο χιονοδρομικό κέντρο Καϊμάκτσαλαν, χαζεύοντας τύπους να κάνουν άλματα με snowboard, οι οποίοι πέφτουν με απίστευτους και οδυνηρούς τρόπους και αμέσως σηκώνονται και συνεχίζουν γελώντας.
- Καλά ρε φίλε ματά από τέτοιους «μπίστους» πως συνεχίζουν;
- Τι περιμένεις... πιτσιρικάδες ποκαφούντας είναι...
Σχετικά: φούντα, φουνταμενταλισμός, χασίστες και φουντικοί, πρεζόφουντα, χάχα
Got a better definition? Add it!