Καπνίζω.
Για πιο μάγκικα: φουμέρνω.
Φέρε κάνα γάρο να φουμάρουμε.
Got a better definition? Add it!
Μαστουρώνω, φτιάχνομαι, ζαλίζομαι, μεθάω, είμαι σε κατάσταση εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι. Σπανίως χρησιμοποιείται και αντί του την είδα.
- Πώωω, την έχω ακούσει από τη νύστα και δεν ξέρω τί μου λες.
- Ο Χρήστος από τότε που έγινε λοχίας την άκουσε στρατηγός. Καμία σχέση με όπως τον ήξερα.
Got a better definition? Add it!
Το χασίς. Η φούντα συνθηματικά.
- Έχεις καθόλου φου;
- Μπα, ξεραΐλα, δεν παίζει τίποτα.
Got a better definition? Add it!
Συνθηματικό για τα υπνωτικά χάπια hypnostedon, χρησιμοποιούμενο από λάτρεις του σπορ.
Τεμπελχανάς, πολύ αργός τύπος.
- Πήγα Ομόνοια και πήρα 5 ύπνους.
- Ωραίοος.
- Άντε ρε ύπνε φέρε αυτές τις κούτες να τελειώνουμε, μια ώρα κάθεσαι και τις κοιτάς.
Got a better definition? Add it!
Άτομο που έχει καεί από τα ναρκωτικά κυρίως. Επίσης το χρησιμοποιούμε και για άτομα που τα σπάνε στο πάρτυ.
Έλα μωρή καΐλα.
Καλά ο Μπάμπης είναι μεγάλη καΐλα... Άκουσα ότι έβαλε χρυσά ρουθούνια...
Got a better definition? Add it!
Έξαλλη και χαοτική κατάσταση, ή αλλιώς χαμός. Δεν έχει απαραίτητα αρνητική σημασία. Συνήθως προκύπτει σε περιστάσεις όπου καταναλώνεται αλκοόλ ή όταν γίνονται αποκαλύψεις και έντονες συζητήσεις.
Χτες ο Μήτσος με έπιασε στα πράσα με άλλον και έγινε το πέτσο.
Got a better definition? Add it!
Λιάδα, από το αλιάδα (σκορδαλιά, αλοιφή δηλαδή).
Γίναμε λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Η μπύρα.
- Πάμε να χτυπήσουμε δυο μπυρόνια; (= πάμε να πιούμε δυο μπύρες;)
Got a better definition? Add it!
Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.
- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;
- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!
Got a better definition? Add it!
Το πεντοχίλιαρο σε χόρτο (δεκαετία '90).
Πάμε να πάρουμε κανα τάλιρο στο παρκάκι να την ακούσουμε;
Got a better definition? Add it!