Από το τούρκικο yalama: σπυρί στα χείλη, ίσως ο έρπης.
Μεταφορικά, ο κακόγουστος στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση.
Όχι ρε πούστη μου, πάλι έβγαλα γιαλαμά κι έχω και ραντεβουδάκι...
Υποτίθεται έχει βάλει τα καλά του και κοίτα τον είναι σα γιαλαμάς!
Από το τούρκικο yalama: σπυρί στα χείλη, ίσως ο έρπης.
Μεταφορικά, ο κακόγουστος στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση.
Όχι ρε πούστη μου, πάλι έβγαλα γιαλαμά κι έχω και ραντεβουδάκι...
Υποτίθεται έχει βάλει τα καλά του και κοίτα τον είναι σα γιαλαμάς!
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από το τουρκικό σουλούχ που σημαίνει αναπνοή και σήμαινε κάποιον που είχε πρόβλημα αναπνοής, κάτι σαν ασθματικός δηλαδή. Οι τούρκοι που το είχαν σύστημα να αποκαλούν κάποιον με το κουσούρι του (κιοσές, τοπάλ, κουλαξίζ κλπ) το χρησιμοποιούσαν και σαν επίθετο.
Μια ανηφόρα ανέβηκε το άλογό σου και άκου το πως αναπνέει. Δεν το παίρνω είναι σουλουγάνικο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ξενέρωτη καὶ γελοία αμερικλανιά, συνιστῶσα παρ' ἡμῖν ἰατρονοσηλευτικὸ slang.
Σημαίνει ὅτι κάποιος ἀσθενὴς ἀτυχεῖ βαρέως καὶ πρέπει νὰ σπεύσῃ ἐπὶ τόπου ἡ ἤδη προκαθωρισμένη ἰατρονοσηλευτικὴ ὁμάδα CPR, δλδ Καρδιο-αναπνευστικῆς ἀνανήψεως. Ὅλα παγώνουν ἐκείνη τὴν ὥρα. Παγώνουν καὶ ὅσοι γνωρίζουν τί σημαίνει ἡ ἐκφώνησι ἀπὸ τὰ μεγάφωνα «Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α» (μὲ ἐπανάληψι).
Ἀποτελεῖ κατὰ λέξιν μετάφρασι τῆς ἐκφράσεως «Code blue», δῆθεν γιὰ νὰ μὴν καταλαβαίνουν καὶ ἀνησυχοῦν οἱ «ἄσχετοι» (lay persons). Ἀρκετά παλαιότερα θυμᾶμαι ὅτι στὴν Ἀμερική λεγόταν «Code red», τὸ ἄλλαξαν ὅμως, προφανῶς για ξεκάρφωμα, ἴσως καὶ γιὰ νὰ μή μπερδεύονται μὲ τὴν ἔκφρασι «Red tape», ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐκεῖ γραφειοκρατικὴ καθυστέρησι.
Σὲ περίπτωσι ποὺ ὁ κωδικὸς μπλὲ ἀποδειχθῇ πούτσες μπλέ, ὑπάρχει σαφὴς διοικητικὴ ἀπαγόρευσι γιὰ ἐρωτήσεις ποὺ θὰ φέρουν σὲ δύσκολη θέσι αὐτὸν ποὺ τὸν «χτύπησε» (= σήμανε). Παρὰ ταῦτα οἱ καλοὶ συνάδελφοι τοῦ ρίχνουν τὸ σχετικὸ «κωλοδάχτυλο», μὲ ὅλη τους τὴ συμπάθεια κι εγώ σ' αγαπώ.
Ἀπὸ τὰ μεγάγωνα τοῦ νοσοκομείου:
«Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α. Ἐπαναλαμβάνω: Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α»
Got a better definition? Add it!