Ρήμα. Δηλώνει μια παραισθητική κατάσταση η οποία επέρχεται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, η λεγόμενη μαστούρα. Επίσης ο μαστούρης.
Πω πω μαλάκα έστριψα προχτές ένα τρίφυλλο έκανα και γαμώ τις μαστούρες.
Ρήμα. Δηλώνει μια παραισθητική κατάσταση η οποία επέρχεται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, η λεγόμενη μαστούρα. Επίσης ο μαστούρης.
Πω πω μαλάκα έστριψα προχτές ένα τρίφυλλο έκανα και γαμώ τις μαστούρες.
Got a better definition? Add it!
Μικροσκοπικά πράσινα πλασματάκια που έχουν βαλθεί να σου κάνουν την ζωή δύσκολη... Τα πράσινα μπίου-μπίου αρέσκονται κατά βάση να σου κάνουν χουνέρια και χαζομαρίτσες για να σε σκαλώνουν όταν δεν πρέπει... Αυτά σου μπερδεύουν τις κάλτσες μεταξύ τους και ψάχνεις σα μαλάκας να βρεις την άλλη κάλτσα, σου κρύβουν τα κλειδιά πριν φύγεις και αργείς μια ώρα, αλλάζουν ξαφνικά το κανάλι ή το κομμάτι που παίζει, όλα αυτά με σκοπό να σκαλώνεις ή/και να βρίζεις την τύχη σου. Αγαπημένα θύματα τους βέβαια είναι οι απανταχού μεθυσμένοι, χασικλήδες, πρεζάκηδες και λοιποί λιωμήδες... Μην γελάτε! Το ξέρετε και σεις ότι υπάρχουν!
- Άσε ρε μια ώρα έψαχνα το πορτοφόλι μου, τα πράσινα μπίου-μπίου το 'χαν κρύψει στο ψυγείο..
- Τι λες ρε μαλάκα, πόσο μαστουρωμένος ήσουν;
- Ποιον βρίζει ρε τόση ώρα μόνος του εκείνος ο καΐλας;
- Τα πράσινα μπίου-μπίου μάλλον, κάτι θα του κάναν πάλι.
Got a better definition? Add it!
Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.
Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...
Got a better definition? Add it!
Κατά την λήψη ναρκωτικών ουσιών, όταν αρχίζω και νιώθω την επίδρασή τους. Όταν δηλαδή αρχίζω και φτιάχνομαι, όταν αρχίζω και την ακούω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.
- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...
Σχετικά: Απόλλο, βαράω διάλυση, είμαι πτώμα, είμαι χώμα, ζόμπι, κομμένος, λιάρδα, κομματιανός, ντεντ μιτ, ράκος, σακάτης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατάσταση κατά την οποία ένα η περισσότερα άτομα έχουν λιώσει και συνήθως βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού. Κοινώς είναι μια κατάσταση γάμησέ τα, ιδιαίτερα όταν το άτομο ή τα άτομα έχουν καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα.
- Άει παράτα με και συ ρε, μέσα στη γαμησετάια μου!
Got a better definition? Add it!