1. Η ταπεινή κολακεία, η δουλοπρέπεια.
    1. Το καλόπιασμα.
    2. Στον στρατό η κολακεία των ανωτέρων για εύνοια.
    3. Το μέσο. Κυρίως στην έκφραση έχω γλείψιμο.
    4. Το στοματικό σεξ.
    5. Στην auto/moto σλανγκ είναι το ξυστό πέρασμα, η ξυστή επαφή.
    6. Το ξυστό πέρασμα σφαίρας ή οβίδας.

α. Κάθε φορά που θέλει κάτι αρχίζει το γλείψιμο. β. Άρχισε το γλείψιμο, για να μη δώσω συνέχεια. γ. Άρχισε το γλείψιμο στον διοικητή, για να πάρει άδεια. δ. Έχει γλείψιμο τον διοικητή. ε. Είναι μαστόρισσα στο γλείψιμο. στ. Τα έχασε με το γλείψιμο που του έκανα στο φτερό και έκανε όλο δεξιά το τιμόνι. ζ. Το γλείψιμο στο αυτί του τού κόστισε για λίγες μέρες την ακοή του.

Got a better definition? Add it!

Published

Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.

- Άδειος είναι ο δρόμος ρε, σανίδωσε το! –Σανιδωμένο το 'χω αλλά δεν πάει άλλο, 900άρι Fiat είναι, τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.

  1. - Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.

  2. - Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
    - Και μετά;
    - Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!

Mr Υφήλιος 2007 - οκ, δεν είμαι ακόμα σαράντα εντάξει; αχαχαχαχαααα (από Galadriel, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορα.

Με το που είδα τα μπατσόνια την έκανα με τις μπάντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κατάσταση αναμονής, αργά-αργά, χαλαρά.

- Δεν σε βλέπω και πολύ καλά...
- Είμαι λίγο στο ρελαντί, αλλά θα πάρω μπρος, πού θα πάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεταξύ «γρήγορων». Όταν σε κόντρα ο ένας ρίξει πολύ του άλλου, ο πίσω τον κοιτάζει με το κυάλι.

- Τι άκουσα ρε Μπάμπη, θα τα στήσετε το βράδυ με το Νιόνιο;
- Ψηνόταν ο μαλάκας, τον γαργαλάνε 100 ευρώ και θέλει να μου τα σκάσει. Με το καβουρντιστήρι που έχει για μηχανάκι με το κυάλι θα με ψάχνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση ταξιτζήδων για το γέμισμα του ρεζερβουάρ (reservoir, δεξαμενή καυσίμων). Σημαίνει ότι το γεμίζεις μέχρι που δεν παίρνει άλλο, μέχρι το χείλος, ξέχειλα.

Χρησιμεύει όταν θέλουμε μα πούμε σε κάποιον να αυξήσει ταχύτητα σε ένα μηχάνημα (αυτοκίνητο - μοτό).

  1. Φουλάρισέ το φίλε μέχρι τα μπούνια, έχω δύσκολη νύχτα απόψε.
  2. Φουλάρισέ το ρε μαλάκα, πάει, μας προσπέρασε ο πουστάρας!

Βλ. και φουλάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναφέρω μετά την υπερστροφή.

- Δώσε, δώσε, τσίμπα, τσίμπα λίγο, ίσιωσε, ίσιωσε, ανάποδο!

(ΓΚΡΑΟΥΚΑΠΑΚ!!!!!)

- Ε, ντιπ τραγί είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαδίζω με την ταχύτητα του φωτός υψωμένη στη δύναμη -100. Ο διπλανός που βαδίζει, με ακολουθούσε στο προηγούμενο και θα προηγείται στο επόμενο βήμα. Έτσι όπως πάω θα φτάσω σπίτι του χρόνου.

Βέβαια, τα πάντα είναι σχετικά όπως μας επισημοποιεί ο Αλβέρτος. Έτσι λοιπόν στην αυτοκίνηση το σούπερ ντούπερ αυτοκινητάκι μου σέρνεται μπροστά σε μια μερσέντα η οποία με τη σειρά της σέρνεται μπροστά σε μία λαμποργκίνι.

Στην κομπιουτερική, ένα μηχανάκι (υπολογιστής) σέρνεται όταν το έχουμε φορτώσει με 224 προγράμματα, εκ των οποίων χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα τα 199, έχουμε γεμίσει τον δίσκο με τις 55 πιο πρόσφατες ταινίες που κατεβάσαμε από τα torrents και κάνουμε επικοινωνία με web cam. Προσπαθούμε δε να ανοίξουμε το κοίτα έξω (outlook) για να στείλουμε e-mail. Αν ανοίξει, χέσε με.

Ας πάρουμε ένα ταξί, δε βλέπεις; Σέρνομαι (χικ)

(από Stravon, 04/09/09)

Βλ. και σέρνεται

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρομερή ψευτιά με μόνο σκοπό την παραπλάνηση του άλλου και την εξύψωση μας στα μάτια του. Δρακιές λένε συνήθως οι κάτοχοι αυτοκινήτων και μηχανών με θέμα τις επιδόσεις τους, χαρακτηριστικά κ.λπ.

  1. - ... Έτσι που λες, το πήγα από 200 άλογα στα 666 μόνο μ' ένα πρόγραμμα!
    - Κόψε τις δρακιές ρε... δε μιλάς σε άσχετο.

  2. - Μα την Παναγία! Χθες με το innova πάτησα ένα Ζ 750!
    - Παιδιά μη τον ακούτε! Όλο τέτοιες δρακιές λέει!

Βλ. και δράκος, αρκούδες, φιδέμπορας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified