Further tags

Κλασική μορφή έλληνα φιλάθλου που από την κερκίδα ή από τον καναπέ του παριστάνει τον προπονητή της ομάδας του με σχόλια όπως: «Πρέπει να τραβηχτεί ο Πατσατζόγλου λίγο προς τα πίσω και αριστερά ώστε να καλύψει το αμυντικό κενό ενώ ο Τζορτζεβιτς να προωθείται πιο πολύ και να αλλάζει γρήγορα πάσες με τον Ριβάλντο ο οποίος πρέπει να γυρίσει λίγο πιο πίσω ώστε να βοηθάει στο κόψιμο των αντεπιθέσεων...» ή: «Μα τι τον κρατάει μέσα; Να βγει ο Ανατολάκης και να μπει ο Μάριτς ώστε να προωθηθεί όλη η αμυντική γραμμή πιο μπροστά.»

Φυσικά θεωρεί τον προπονητή της ομάδας του άχρηστο επειδή δεν κάνει της αλλαγές που ο ίδιος θέλει και δεν σηκώνει και κουβέντα πάνω στις επιλογές του που είναι πάντα ολόσωστες (για τον ίδιο).

- Προωθηθείτε ρε!!! - ... - Καλύψτε τα κενά στην άμυνα, αμαρκάριστος είναι ο άλλος στην μικρή περιοχή!! - .... - Δώσε πάσα ρε, τι σουτάρεις από τα 40 μέτρα ρε γαμώτο;;; - ...
- Μα γιατί δεν τον βγάζει, αφού σέρνεται! - Σταμάτα πια ρε Νίκο, μου τα 'χεις πρήξει από την αρχή του παιχνιδιού. Προπονηταρά της κερκίδας! Ξέρεις εσύ καλύτερα από αυτόν που είναι η δουλειά του και είναι προπονητής 20 χρόνια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοχος και οδηγός Ιδιωτικής Χρήσης αυτοκινήτου. πληθυντικός: ΙΧήδες.

- Πάλι πήχτρα η Κηφισίας. - Εμ βέβαια αφού βγήκαν όλοι οι μάγκες οι ΙΧήδες στον δρόμο καλά να πάθουν. Αντί να πάρουν το ΜΕΤΡΟ και να φτάσουν σε 20 λεπτά, άστους να πήξουν στην κίνηση τα κορόιδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι θαμώνες της πλατείας Ν. Σμύρνης και συνεκδοχικά οι φίλαθλοι του Πανιωνίου -κυρίως οι μπασκετικοί- που συχνάζουν σε αυτήν.

Οι «Πάνθηρες» και οι λοιποί Πλαταιείς είχαν ανοίξει πόλεμο με τον Μπέο (από την ιστοσελίδα του sportime).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό '80's είδωλο, πρωταγωνιστής μιας μεγάλης κολλεκτίβας ελληνικών ταινιών τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Ο πιο γωστός ρόλος του είναι το «αλάνι», μηχανόβιος, σκληρός αλλά ευαίσθητος όταν γνωρίζει τον αληθινό έρωτα.

Ο όρος Γαρδέλης χρησιμοποιείται για μηχανόβιους που κάνουν συνήθως επίδειξη της «ρόδας» τους σε ανυποψίαστες κοπέλες τύπου Σοφίας Αλιμπέρτη (αυτός που μόλις σε έχει πάρει ο ύπνος και κάνει γύρους το τετράγωνο με ταχύτητα λες και παίρνει μέρος σε ράλλυ).

Έρχεται ένας φίλος σου όλο χαρά, να σου δείξει την καινούργια του ρόδα που μπορεί να είναι κι ένα απλό παπί και γκαζώνει με ύφος «Καβαλάω Harley, μάγκες».

Εκεί εσύ γυρνάς και λες: «Καλώς τον Γαρδέλη!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την σύνθετη λέξη «μοτοσυκλετόνι». Το λετόνι είναι ο πίσω σε μια μηχανή, αλλά όχι ο οποιοσδήποτε πίσω...

Έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Κοιτάει δεξιά-αριστερά για να κόψει κίνηση και να δώσει το «παρών», βρίζει τους άλλους οδηγούς που ή κάνανε καμιά μαλακία ή απλά κάνανε το λάθος να βρίσκονται γύρω από τη μηχανή και του σπάνε τα νεύρα. Επίσης όταν δει κανα καλό μουνάκι αρχίζει τα κοπλιμέντα του τύπου «πού 'σαι μωρή καύλα;» ή «τί πάτος είσαι συ μωρό μου» και άλλα τέτοια ωραία. Όταν γίνεται ο απαραίτητος γύρος της πλατείας με καμιά σούζα ή καμιά ξερογκαζιά, φωνάζει σαν τραγί, έτσι για την φάση... Αλλά έχει και άλλα: όταν κατέβει από τη μηχανή θα κρατάει αυτός, περήφανος, το κράνος του οδηγού και θα εισέλθει στη lounge καφετέρια είτε περιχαρής είτε σκληροτράχηλος...

Ο ίδιος δεν έχει μηχανή, θα ήθελε πάαααααρα πολύ όμως, και ξέρει τα πάντα για όλα τα δίκυκλα. Οι κουβέντες του περιορίζονται σε μηχανές και γκόμενες. Τα χαρακτηριστικά του είναι ο φράχτης μαλλί και τα tribal (υπάρχουν ακόμα τέτοιοι τύποι....).

Συμπερασματικά, αφού το λετόνι είναι ο πίσω, ο μοτοσυκ είναι ο οδηγός...

  1. - Είδες ρε φίλε τον Τάκη; Κρατάει κράνος. Πότε πήρε μηχανή;
    - Δεν πήρε ρε, λετόνι είναι... το κράνος του Μπάμπη του σούζα είναι.

  2. - Και κει που κάνανε σούζα δικάβαλο μπροστά από μια γκόμενα, το λετόνι έσκασε κάτω σαν κουράδι... Πολύ γέλιο σου λέω...
    - Χαχαχαχαχαχα.... ε τους γελοίους.....

Λετόνια με λετόνια (από Khan, 29/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.

  1. - Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.

  2. - Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
    - Και μετά;
    - Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!

Mr Υφήλιος 2007 - οκ, δεν είμαι ακόμα σαράντα εντάξει; αχαχαχαχαααα (από Galadriel, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στον κάγκουρα κάτοχο Ibiza, Saxo, 106 κλπ που το έχει «βελτιώσει» χαμηλώνοντας το αμάξωμα, βάζοντας διπλή εξάτμιση, φωτάκια νέον, φιμέ τζάμι και ηχοσύστημα πιο ισχυρό και απ' του σπιτιού του, συνήθως αφήνοντας τον κινητήρα απείραχτο και ο οποίος συμπεριφέρεται στο δρόμο όπου κινείται σαν να τον έχει αγοράσει.

-Κατέβαινα το στενό μια χαρά και πετάγεται ένας ιμπιζάκιας από το stop - στο τσακ τον πρόλαβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάγκουρας είναι εκείνο το είδος οδηγού που παρεμβαίνει στην εμφάνιση του εκάστοτε αυτοκίνητου που έχει με ποικίλα είδη αισθητικών βελτιώσεων. Ο λόγος για τον οποίο γίνονται αυτές οι αισθητικές βελτιώσεις διαφέρει ανάλογα το είδος του κάγκουρα. Η δραστηριότητα του κάγκουρα επεκτείνεται και στην παρακολούθηση αγώνων μηχανοκίνητων αυτοκινήτων και στην ανάγνωση περιοδικών με τιμές αυτοκινήτων που δε θα αγοράσει ποτέ. Μάλιστα οι περισσότεροι κάγκουρες των 90's μεγάλωσαν παίζοντας με κάρτες που ανέγραφαν πληροφορίες για την ισχύ των μηχανών, τη μέγιστη ταχύτητα και το βάρος των αυτοκινήτων υπερ-ατού. Ένας τυπικός κάγκουρας φοράει αθλητικό παπούτσι του οποίου η σόλα πλησιάζει την υφή των ελαστικών του αυτοκινήτου του. Επίσης μια ιεροτελεστία του είδους αποτελεί η ηχορύπανση κυρίως τις βραδινές ώρες όπου κυκλοφορούν τα θηλυκά του είδους. Θα λέγαμε πως η πράξη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο απο τον χορό γονιμότητας του είδους.

Ετυμολογία

Η πρωτογενής έννοια της λέξης κάγκουρας σημαίνει ο επιδειξίας, ο λαϊκός τύπος, αυτός που αυτοπροβάλλεται άκομψα γελοιοποιώντας τον εαυτό του σε μια προσπάθεια να καταξιωθεί, χωρίς όμως ο ίδιος να το καταλαβαίνει.

συνώνυμα: μανιάουρο (κάγκουρας με καταγωγή από Ζαρουχλέικα Πατρών), σεμπρικομανιάουρο (αυτός που έχει σεμπρικ στο αυτοκινούμενο όχημα του), ψαχνιώτης (κάγκουρας με καταγωγή από χαλκίδα) .

Είδη

Κάγκουρες συναντώνται σε αρκετές χώρες, με κυριότερες τις ΗΠΑ, την Αγγλία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Υπάρχουν διάφορα είδη στη φύση, ανάλογα με το μέγεθος της μετατροπής που έχει υποστεί το αυτοκίνητο, ή ανάλογα της φιλοσοφίας του κάγκουρα. Τα πιο συνηθισμένα είδη που συναντά κανείς στους ελληνικούς δρόμους είναι τα εξής:

  • ο εκκολαπτόμενος
  • ο γρήγορος
  • ο κυριλάτος
  • ο ψαγμένος
  • ο δάγκουρας
  • ο μάγκουρας ή μάκουρας
  • ο καβουροκάγκουρας

Άλλα χόμπυ

Ο κάγκουρας επίσης ασχολείται πολύ με το καρτοκινητό του.

Από την Ανεγκυκλοπαίδεια, την ελεύθερη παρωδία

καγκουράμαξο

Got a better definition? Add it!

Published

Παραπέμπει στο ιταλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ωστόσο αναφέρεται σε μια παρέα από γκόμενες που είναι μπάζα, οι λεγόμενες κάμπιες.

- Πήγαμε για καφέ και η Μαρία κουβάλησε και το καμπιονάτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified