Further tags

Το καλό κορίτσι που δεν φέρνει ποτέ αντίρρηση και ωσεκτουτού τα πηδάει όλα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός.

- Γιατί είσαι ρε μαλάκα σ' αυτά τα χάλια;
- Άσε, χώρισα με την Μπέτυ...
- Γιατί ρε μαλάκα, καλό κορίτσι ήτανε.
- Άσε με ρε φίλε με την πηδιόλα, μόνο εσύ δεν την έχεις περάσει.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό του τμήματος πολιτικών μηχανικών, χρησιμοποιούμενη κυρίως από φοιτητές που τα έχουν παίξει λόγω παρακολούθησης κάποιου από τα μαθήματα στατικής. Οι συγκεκριμένες είναι λέξεις που ακούγονται πολύ στο μάθημα ενώ στην καθημερινότητα αντικαθίστανται από πολύ απλούστερες.
Πάκτωση λέγεται μία ράβδος στερεωμένη έτσι ώστε να μην μπορεί να κινηθεί ούτε να περιστραφεί (βιδωμένη, έχει πήξει τσιμέντο γύρω της κτλ). Μία ράβδος που στερεώνεται κατ' αυτόν τον τρόπο από τη μία μεριά λέγεται πρόβολος.
Προκύπτει λοιπόν η διάσημη (και καμμένη) αυτή έκφραση ως μεταφορά της σεξουαλικής εισχώρησης.

- Πώς τα πήγατε στο τεστ στη Στατική Ι;
- Μας την πάκτωσε την πρόβολο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως «καβλομούνι». Πρόκειται για νεαρά κορασίδα, με εμφάνιση προκλητική, που κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να τονίσει τους βύζους, την κωλάρα και (ει δυνατόν) να φανεί και η μούνα της, και στόχο να καβλώνει κόσμο. Εννοιολογικά είναι κοντά στο καβλοράπανο, αλλά ηλικιακά έχει παραπάνω χρόνια. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η κλασική καβλομούνα είναι μεταξύ 24-35, προκαλεί μεν, αλλά δε γαμιέται απαραίτητα.

Πάμε ρε μαλάκες στο μέρος που σας λέω και θα πάθετε μουνόπλακα: είναι τίγκα στις καβλομούνες, οι οποίες αποδεδειγμένα γαμιούνται, δεν παίζουν απλώς. Ο Πέτρος που έχει έρθει κανά δυό φορές έχει ήδη πάρει μία.

Βλ. και σχετικά λήμματα -μούνα, -γκόμενα και θεόμουνο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γεροντομούνω, -α: Γυναίκα άνω των 45, η οποία παραμένει σεξουαλικά ενεργή και δεν το κρύβει. Το πρώτο συνθετικό της λέξης δίνει το στίγμα της ηλικίας, το δε δεύτερο προδίδει την αυξημένη σεξουαλικότητα της γυναίκας. Η γεροντομούνω είναι συνήθως ανύπαντρη ή χωρισμένη και σε αρκετές περιπτώσεις η σεξουαλικότητά της είχε καταπιεστεί κατά τη νεότητά της.

Ήρθε το ξαδερφάκι μου από τη Θεσσαλονίκη και πήγαμε για καφέ Γλυφάδα χθες. Φίλε, τον είχε σταμπάρει μία γεροντομούνω και τον έπαιζε άγρια, αν έκανε κίνηση πιστεύω θα την έπαιρνε επί τόπου.

Δεν ξέρω στα νιάτα της τι έκανε, τώρα πάντως γαμεί και δέρνει. (από joe909, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεαρή κοπέλα που έχει πολλές και αχόρταγες σεξουαλικές ορέξεις. Η νυμφομανής, το νυμφίδιο.

- Όλα καλά με την Κούλα;
- Στην αρχή ναι ήταν όλα καλά στο κρεββάτι, όμως όταν κατάλαβα με τι καυλόμουνο έμπλεξα ήταν αργά γιατί είχα πάθει ήδη λουμπάγκο.

βλ. και αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζει απ' τον ιδρώτα του πούτσου του, χρησιμοποιεί δηλαδή το όργανό του για βιοποριστικούς σκοπούς. Απόδοση στα ελληνικά της λέξης «ζιγκολό».

Χ: Άλα της και τσίλικο χλιδάτο κάμπριο το τεκνό...
Ψ: Ποιος, αυτός ρε; Α;υτός είναι επαγγελματίας, τα μασάει από ματσωμένες υπεραιωνόβιες!
Χ: Έτσι εξηγείται, ψωλοδίαιτος ο τύπος, είπα κι εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσαντάκι που φοριέται στη μέση (και προφανώς μπροστά από το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο), γνωστό και ως «μπανάνα».

Κάτσε να βρω το κινητό, κάπου εδώ στη μπροστομούνα το έχω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και θεωρητικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε κάθε θηλυκιά ανθρώπινη ύπαρξη με αυτόν τον όρο (σε κάθε αιδοιοφορέα δηλαδή), εν τούτοις αποκαλούμε έτσι τη γκομενάρα, το πιπίνι, το έξαλλο και το προκλητικό θηλυκό. Αποκαλούμε δηλαδή έτσι τη γκόμενα της οποίας το αιδοιακό πλαίσιο υποστήριξης της αναδεικνύει τη θηλυκότητα και την κάνει αξιαγάμητη.

Το πλαίσιο αυτό αποτελεί το σασί, τη μόστρα, τη βιτρίνα, το περιτύλιγμα, το αμπαλάζ της και απαρτίζεται από οτιδήποτε η γυναίκα κουνάει, φοράει ή δε φοράει ώστε να κάνει αξιοποιήσιμο το αιδοίο της και να κάνει την ίδια αξιαγάμητη.

Η τεχνική της κίνησης της είναι καθοριστική στην προβολή της. Γιατί συμβαίνει αυτό; Aφού η εικόνα ισοδυναμεί με 1000 λέξεις και αφού η κινούμενη εικόνα ισοδυναμεί με (25 εικόνες/δευτερόλεπτο), συνάγεται πως η κινούμενη εικόνα ισοδυναμεί με 25.000 λέξεις/δευτερόλεπτο. Άρα η εμμονή στις σωστές τεχνικές κίνησης δίνει μετοχές στην αιδοίο φέρουσα, κάτι που οδηγεί στην αύξηση της ταχύτητας σεξουαλικών περιπτύξεων της (αριθμός σεξουαλικών περιπτύξεων/στη μονάδα του χρόνου).

Αν όμως... αν... η αιδοιο...φέρουσα καταστεί ενδιαφέρουσα, τότε μοιραία οι μετοχές της παίρνουν την κατιούσα.

- Χθες μιλάμε είχαμε πάει για πιπινοκατάσταση στο μπαρ της γωνίας.
- Πώς ήταν τα πράγματα;
- Είχε μαλάκα παρκαρισμένα αιδοιοφόρα παντού. Είχε μποτιλιάρει το σύμπαν από γκομενάκια.
- Άσε το μποτιλιάρισμα και πες μου. Έγινε τίποτα ή το μόνο που αποκόμισες από το μποτιλιάρισμα ήταν να μείνεις μπουκάλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του υποκοριστικού «ευαισθητούτσικο».

Την λέξη δημιούργησε ο Σταμάτης Φασουλής στην απόδοση του θεατρικού έργου Εξ Επαφής (Closer) που είχε ανεβάσει πριν από μερικά χρόνια.

Όπως λεγόταν και στο έργο:

«μου είσαι κι ευαισθητοπούτσικο»

(από Khan, 16/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο περιπλανώμενος αυνανιστής της σύγχρονης Ελλάδας, (γεν.) μαλάκας.

Τι τρομπαδούρος, έχωσε το δάχτυλό του στην αλυσίδα του ποδηλάτου του εν κινήσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified