Όρος που προέρχεται σημασιολογικά από γνωστό μήνυμα κινητού τηλεφώνου και σημαίνει τον χώρο στον οποίο υπάρχει πλειάδα ανδρών έτοιμων για όλα.
-Πάμε στο club που σου λέω. Είναι σκέτος ανθισμένος αρχιδόκαμπος.
Όρος που προέρχεται σημασιολογικά από γνωστό μήνυμα κινητού τηλεφώνου και σημαίνει τον χώρο στον οποίο υπάρχει πλειάδα ανδρών έτοιμων για όλα.
-Πάμε στο club που σου λέω. Είναι σκέτος ανθισμένος αρχιδόκαμπος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το όνειρο κάθε άγαμου λιγούρη που βγαίνει σαββατόβραδο με την ελπίδα να γαμήσει. Ένας μουνόλακκος απαρτίζεται από πολλά άτομα γένους θηλυκού και από κανένα αρσενικό ον. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΟΜΟΡΦΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ!!!
Άκου να δεις τι έπαθα χθες που βγήκα με την Μαίρη. Μου λέει: θα περάσουν και οι φίλες μου να σε γνωρίσουν. Ε, μετά από 10' σκάει μύτη ένας μουνόλακκος άλλο πράγμα!!!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος λεξιπλαστικός, ο οποίος χρησιμοποιείται για γυναίκες ελαφρών ηθών που παράλληλα με τη δουλειά τους αρέσκονται στην χρήση διαστροφικών τρόπων συνεύρεσης. Το «μαλακοπουτανιάρα» είναι απλώς χαριτωμενιά.
(διάλογος ανδρών) -Την ξέρεις την Τάνια από το κάτω διαμέρισμα;;;; -Όχι! -Μιλάμε, τρελή μαλακοπουτανιάρα η τύπισσα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κωλόμπαρο, το μπαρ δηλαδή που εργάζονται ιερόδουλες.
-Θα 'ρθει και ο Γιάννης μαζί μας το βράδυ. -Άντε επιτέλους, μήπως βρει και καμιά κοπέλα γιατί έχει κάνει το κωλάδικο της γειτονιάς δεύτερο σπίτι του!
Got a better definition? Add it!
Tο γενικότερο κλίμα καλού και άφθονου μουνιού σε ένα μέρος... Το κλίμα που σπανίζει δηλαδή.
Πήγα σ' αυτό το πάρτυ με την δικιά μου χθες και γινόταν της τουμπανίασης... Έπρεπε να την αφήσω σπίτι!
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.
- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..
Got a better definition? Add it!
Από το τσόντα + βίος.
Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.
-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται κυριολεκτικά στο πέος, αλλά χρησιμοποιείται και ως υβριστικός χαρακτηρισμός.
Μας έχει κάνει το λεβίδι κατσαβίδι ο δικός σου, πολύ πρήξιμο μιλάμε.
Μού 'πε η δικιά σου να πάμε για καφέ, και μου κουβάλησε και το λεβίδι τον γκόμενό της μαζί.
Ετυμολογία: (αρχιδο)λεβιές + -ίδι, υπό την επίδραση μάλλον του αρχίδι.
Got a better definition? Add it!