Το σπέρμα που εκκρίνεται σε μεγάλες σχετικά ποσότητες κατά τον οργασμό του άντρα. Το ψωλόχυμα.
- Έλα ρε, τη γάμησες;;;
- Ναι ρε...
- Και τα φλόκια;;;
- Όλα στη μάπα!
Το σπέρμα που εκκρίνεται σε μεγάλες σχετικά ποσότητες κατά τον οργασμό του άντρα. Το ψωλόχυμα.
- Έλα ρε, τη γάμησες;;;
- Ναι ρε...
- Και τα φλόκια;;;
- Όλα στη μάπα!
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο πρωκτός. Συνήθως ακολουθεί ρήμα που δηλώνει βιαιότητα στο σεξ όπως: σχίζω, ξεσκίζω, ξεχαρβαλώνω, γαμώ κτλ, αλλά κυρίαρχο είναι το σχίζω.
Θα σου σκίσω το πρωκτέλι, έτσι και ξαναφωνάξεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κωλομπαράς, που αρέσκεται να γαμάει κώλο ανεξαρτήτως φύλου, gay ενεργητικός (ποτέ παθητικός). Ενίοτε αντικαθιστά το «μαλάκας» μεταξύ φίλων.
Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλομπαράς, κολομπαράς. Δες και κομμέ.
Got a better definition? Add it!
Μεγάλο και χονδρό πέος, γρύλος (πολλοί χρησιμοποιούν την φράση, λίγοι το διαθέτουν).
- Φύγε ρε Σταυράκο μη πετάξω έξω το σπαρδαλούπακα σου λέω! Ρε μαζέψε το, το σταυροκατσάβιδο μέσα να πούμε!
Got a better definition? Add it!
Cartoon των 90's. Χρησιμοποιείται ώς αντίστοιχη λέξη του χοντράδια όταν κάποιος ψάχνει ό,τι να 'ναι φάση με κοπέλα για να φύγουν απο κάτω οι flintstones να ξεβουλώσει η χοάνη.
- Μαλάκα, καλά που έκατσε η Σούλα κι έδιωξα τους flintstones γιατί είχα πρηστεί σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.
Got a better definition? Add it!
Το αντρικό γενετικό μόριο, όταν είναι ιδιαίτερα μεγάλου μήκους. Η μονάδα μέτρησής του είναι τα χεροκράτια.
Πέταξε ο αράπης τη μαλαπέρδα του και μας πήρανε τα κλάματα. Σαν τσαποστύλιαρο (το κοντάρι του τσαπιού) ήτανε σου λέω.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.
-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.
Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!
Got a better definition? Add it!
Αυτή που της αρέσει να «μαζεύει» πούτσες.
Πρόκειται για τη γυναίκα στην οποία αρέσει να κάνει συνέχεια sex, στοματικό ή κανονικό, και επίσης δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα να «πάει» με πολλούς άντρες μαζί (παρτούζα). Συνήθως οι γυναίκες τέτοιου είδους είναι έμπειρες γύρω από το sex και σπάνια κουράζονται.
Παρόμοιες λέξεις: ψωλού, πόρνη, πουτάνα,τσούλα,καρ(γ)ιόλα και άλλα κοσμητικά επίθετα..
- Τελικά την πήδηξες τη Βανέσσα;
- Πωωω τι ψωλομαζεύτρα ήταν αυτή ρε; Την πήρα μαζί με τον Νώντα παρτούζα και μας γονάτισε!!
Got a better definition? Add it!