Further tags

Η ελληνική μετάφραση / παράκουση του mother fucker.

- I'm the best morofokas in the whole world!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν στην πίπα το πέος πάει πολύ βαθιά και η κοπέλα πνίγεται...

Καλά, τις έριχνα ένα τσοκάρισμα μέχρι φωνητικές χορδές!

Mrs Chokesondick (South Park) (από Vrastaman, 30/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για γκόμενα που έχει περιέλθει σε απελπισία από παρατεταμένη αγαμία. Μένει αγαμήτου και απάρτου γωνία και έχει επειγόντως ανάγκη από σέρβις. Η έκφραση σχηματίζεται κατά το χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο από απελπισία. Οι γυναίκες δεν έχουν μεν κάτω κεφάλι, όμως το μουνί είναι άργκιουαμπλjυ ένα κέντρο της προσωπικότητας, ιδίως όταν τις πιάνουν τα μουνικά τους, (πρβλ. και ετυμολογία της υστερίας από την υστέρα) οπότε τέσπα, αυτό έχουν, αυτό βαράνε, ακόμη κι αν σαν εικόνα είναι τιραμισουρεαλιστική.

Πάσα: Vikar.

- Τι κάνει η Μαριλού;
- Απ' όταν την άφησε εκείνος ο τραγουδιστής, δεν τα έχει φτιάξει με άλλον. Και πάνε τέσσερα χρόνια!...
- Καλά, θα χτυπάει το μουνί της στον τοίχο, μιλάμε...
- Ναι, αλλά είναι και δύσκολη, δεν της αρέσει ο ένας, δεν της αρέσει ο άλλος... Ήθελε οπωσδήποτε καλλιτέχνη...

Κορίτσια χαϊδεύουν ένα χταπόδι (από Vrastaman, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία λέξη που που ζυγίζει τόνους. Μία λέξη προσβλητική όσο δεν πάει παραπέρα. Αυτή η λέξη λέγεται μόνο σε εξαιρετικά συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν αναφερόμαστε σε ξεσχίστου τύπου γκόμενες ή σε σκύλες ανέραστες που γαμιούνται με πολύ λαό και, από τον πολύ πούτσο, τσιγάρο και ξενύχτι, η φάτσα τους έχει πάρει την κάτω βόλτα. Χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι είναι άσχημες.

- Καλά ρε τι μουνί ήταν αυτό δίπλα μας στο bar;
- Α μωρέ και εσύ όλες τις χυσομούρες κοιτάς που γαμιούνται σαν σκυλιά και έχουν περάσει από 30 χέρια!

Το Cif είναι ο φίλος της καλής νοικοκυράς (λινκ ντε) (από Khan, 04/02/11)Γιουσομούρια. (από patsis, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικός γυναικότυπος βυζουμπάτης πιπινέζας με κορμί που, πολύ απλά, γαμάει. Εκ των τούμπανο και πουτσομεζές.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων διευκρινίζω ότι πρόκειται για ανενδοίαστη λεξιπλασία, και ευχαριστώ τον Κηάν για την έμπνευση (βλ. μικρός τουμπανιστής).

- Δεν έχω λέξη για πιπινέζα με μεγάλο στήθος και τούμπανο σώμα. Πώς θα ονόμαζες αυτόν τον γυναικότυπο;

- Ξερωγώ; Μπάσο τούμπανο; Βυζοτύμπανο; Ταμπουρομούνα; Κοντό μουνί όλο βυζί; Τουμπαμάρω; Τουμπανομεζές;

- Προκρίνεται το τουμπανομεζές με διαφορά, το μεζές περικλείει το χαμηλό ανάστημα, κατά το πουτσομεζές, ενώ το τούμπανο περικλείει και το πληθωρικό στήθος και την εκγύμναση, ωραία θα κοιμηθώ ήσυχος απόψε...

(συζήτηση καμένων σλάνγκων)

Τουκανισμός: Έχει 1.55 ύψος. (από Khan, 05/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλειτορίδα.

Πάσα: John Black.

  1. Σήκωνε τα φουστάνια, σάλιωνε το δάχτυλο, άνοιγε τα μουνόχειλά της, έβρισκε το λειρί της κι άρχιζε να το μαλακίζει απαλά, μουσκεύοντας στο μεταξύ κάθε τόσο τη χοντρή λαστιχένια βάλανο με σάλιο. (Εδώ).

  2. [...] τα στήθια δυο τόπια που χοροπηδάνε στον αέρα, το εφηβαίο ένα αινιγματικό σκούρο σύννεφο, οι φαλλικές στύσεις, επισκοπικές τιάρες, βασιλικά σκήπτρα, ανάγλυφα φτιαγμένα από επιδέξια χείλη και στόματα που ξεφυσάνε καυτό αέρα μέσα από σπλάχνα ανυπόμονα, πυρετικά βλέμματα, κοίλες εσοχές, σκοτεινιασμένες, μυστηριώδεις, αλαφιασμένες οι κινήσεις, απόκρυφοι ψίθυροι, αναστεναγμοί που υπόσχονται την πραγμάτωση των πιο αμυδρά φωτισμένων επιθυμιών, βαλανικά μανιτάρια εκσπερματίζουν έκπαγλα μαργαριτάρια, υγραμένα σχεδιάσματα μυθολογικής ταρταρούγας από αλαβάστρινες σχισμές, σαρκώδη λειριά ροδόχρωμων κοκκινισμένων αιδοίων σε μουσκεμένες μυρωδάτες μασχάλες, σε μικρές τρυφερές πατούσες, σε απαλές ζάρες του δέρματος που ταράσσονται και ριγούν ηδονικά, στην ευωχία της μεταρσίωσης, ζωής και θανάτου … στους λασπότοπους, στους σκουπιδότοπους, στους θλιβερούς αυτοκινητόδρομους με τα πεθαμένα κουφάρια των λιωμένων ζώων, διαμελισμένων ανθρώπων, ανθρώπων παγιδευμένων μέσα στ’ αυτοκίνητά τους που καίγονται σε μετωπικές συγκρούσεις, τσακισμένες λαμαρίνες, συνθλιμμένα σώματα, πετσοκομμένα, άνθρωποι που ξεψυχάνε πάνω σε πλαστικά καθίσματα, σε μπλοκαρισμένα τιμόνια, στα πρόσωπα γεωγραφία θανάτου στάζει το πιο προσωπικό τους κόκκινο υγρό, κι ένας τελευταίος σπασμός στα μάτια που θολώνουν κοιτάζοντας τη ροζ πικροδάφνη στην άκρη του δρόμου... (Αρρωστούργημα εδώ).

Once a crab, always a crab! (από Vrastaman, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ειναι παραφθορα του πουτσώνω.

Κατά συνέπεια, κωλοπετσωμένη = κωλοπουτσωμένη, κωλογαμημένη. Εκφέρεται θετικά και σημαίνει ασύμβατη, προχωρημένη, αχαλίνωτη, ορμητική, δυναμική κλπ.

Αντιθέτως, το πέτσωμα, τα πετσώματα , έχουν αρνητική έννοια και σημαίνουν προχειρότητα /-τες και μαλακία /-ες κλπ.

- Έγινε καλή δουλειά;
- Μπα, πετσώματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Του πουλιού το γάλα, αλλά με πιο χυδαίο τρόπο.

Την θέση του «σπέρμα» μπορεί να πάρει οποιαδήποτε ονομασία του σπέρματος (π.χ. χύσι, ψωλόχυμα, τσουτσουνόζουμο κ.τ.λ.).

- Δε μου λες πορνουλίτσα μου... σου αρέσει ο πουρές; Εννοώ, κάνεις τα πάντα στο καυλόχρηστο;
- Και του μουνιού το σπέρμα. Εξαρτάται και φυσικά πόσα θα δώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρησιμοποίηση του καυλιού, δηλαδή, το σεξ (εκτός φυσικά αν γίνεται λεσβιακά). Οτιδήποτε εμπεριέχει καυλί.

- Καλά, ρε. Η Χριστίνα είναι τέλεια στο καυλόχρηστο. Μάλλον γι' αυτό την λένε όλοι «καυλοχρηστίνα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί και ο κώλος. Όταν το αναφέρεις θες να πεις κάτι που έκανες και στα δύο. Δηλαδή, δεν μπορείς να γαμήσεις κώλο και να πεις ότι γάμησες μουνόκωλο.

Μπορεί επίσης, αντί για «το μουνόκωλο» να γίνει και «ο μουνόκωλος».

- Τι έπαθες ρε και περπατάς σαν χεσμένος;
- Πήγα σε μπουρδέλο για πρώτη φορά χθες. Γάμησα 10 μουνόκωλα σε μία νύχτα. Δεν το πιστεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified