Further tags

Ο όρος στεγνά κι ασάλιωτα εκφράζει τον εσπευσμένο αλλά και διεκπεραιωτικό τρόπο ολοκλήρωσης μιας πράξης.

Εμπνευσμένο από την σεξουαλική πράξη (συνώνυμο: έριξα έναν κρύο), αλλά πια χρησιμοποιείται και σε ευρύτερους τομείς της καθημερινότητας. Η κυριολεκτική του απόδοση έχει να κάνει με την μη ύγρανση της ευαίθητης περιοχής είτε με φυσικό τρόπο (ερεθισμός), είτε με τη γλώσσα του παρτενέρ, είτε με κάποιο λιπαντικό τη στιγμή της διείσδυσης του ανδρικού μορίου.

  1. - Μαμά, γιατί σου κόψανε την σύνταξη;
    - Έτσι, στεγνά κι ασάλιωτα, παιδί μου.

  2. - Τελικά το κάνατε, Σουζάνα;
    - Στα γρήγορα, Μπρίτζετ μου. Στεγνά κι ασάλιωτα.

(από Khan, 04/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρθενοξεκωλίδι = η κοπέλα που ενώ δείχνει παρθένα και μαζεμένη, είναι μεγάλο ξέκωλο.

Ποια είναι παρθένα;;; Η Ρίτσα;; Ρε αυτή είναι μεγάλο παρθενοξεκωλίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία υπονοεί πως η μεγάλη κοιλιά κάποιου άντρα συνεπάγεται και αντίστοιχο μέγεθος πέους. Είναι δε η μόνη πρέπουσα απάντηση σε πείραγμα φίλων / γνωστών, αλλά και αγνώστων, για το εκάστοτε μπυροκοίλι ή πατσοκοίλι που έχει κάνει ο άντρας.

Παραλλαγές:
1. Άντρας χωρίς κοιλιά, σπίτι χωρίς μπαλκόνι.
2. Άντρας χωρίς κοιλιά, γυναίκα χωρίς βυζιά.

- Ρε μαλάκα Γιάννη, τι μπυροκοίλι είν' αυτό που 'χεις φτιάξει ρε αδερφάκι μου; Σε λίγο δε θα χωράς στην καρέκλα!
- Άσε ρε πιτσιρικά! Κάτω από μεγάλη πέτρα κρύβεται και μεγάλο φίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως, είναι ο γεννημένος ημέρα Πέμπτη, όπως ο Σαββατογεννημένος ημέρα Σάββατο.

Σλανγκικώς, είναι το κωλόπαιδο, δηλαδή αυτός που γεννήθηκε ύστερα από πρωκτικό σεξ με εκσπερμάτιση στον πρωκτό και μαγκαϊβερικώς πως το σπερματοζωάριο κατάφερε να φτάσει ως το αιδοίο και να γονιμοποιήσει. Χειρότερος δηλαδή κι από μπατανόπιασμα. Ασφαλώς πρόκειται περισσότερο για ένα πλάσμα του λαϊκού φαντασιακού για να ερμηνευθεί πώς και γιατί κάποιος είναι κωλοπαίδι, κωλοπαιδαράς, δηλαδή είτε δύσμορφος στην εμφάνιση, είτε παλιοχαρακτήρας.

Μου ερμήνευσαν την έκφραση ως εξής: αν μετρήσουμε τις μέρες της εβδομάδας ενώνοντας τον αντίχειρα διαδοχικά με τα διαφορετικά δάκτυλα των χεριών ξεκινώντας από τον μικρό ως Δευτέρα, τότε η ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη σημαίνει την Πέμπτη. Η ίδια όμως ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη είναι και το σύμβολο της κωλοτρυπίδας.

Οπότε ειρωνικά, ο πεμπτογεννημένος είναι το γέννημα του κώλου. Η έκφραση αποτελεί και τροπή του σαββατογεννημένου. Αν ο σαββατογεννημένος είναι ο τυχερός, τότε ο πεμπτογεννημένος είναι αυτός που έχει σκατά τύχη. Ή, μπορεί, αντιστρόφως, να είναι και αυτός που έχει πρωκτική τύχη, δηλαδή που χέζεται στο τάληρο.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: η έκφραση υπάρχει σαφώς, αν και είναι σπάνια. Συζητώντας για την προέλευσή της, έπεσα πάνω στην παραπάνω ερμηνεία, την οποία δεν έχω διασταυρώσει. Δηλαδή είμαι σίγουρος για την ύπαρξη του όρου, αλλά όχι απολύτως για την σημασία του. Φαίνεται, πάντως, ότι ο όρος συνδέεται με τον πρωκτό, σημαίνοντας είτε το κωλοπαίδι, είτε τον κωλογαμημένο, βλ. και το μοναδικό διαδικτυακό εύρημα στο παράδειγμα.

  1. Μού σπασε τόσο πολύ τα αρχίδια που τον ρώτησα: «Ρε φίλε, μήπως είσαι πεμπτογεννημένος;». «Δηλαδή;», μου λέει. «Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη» του λέω κι εγώ [σ.ς. κάνοντας την χειρονομία που περιγράφεται στον ορισμό].

  2. Prosfata imoun stin toualeta tou grafeiou kai mpike mesa enas synadelfos me ton opoio den ehw polla polla alla pistevw oti einai ligo «pemptogennimenos». Me hairetaei kai mpainei mesa kai xekinaei amesws ti douleia. Klanei syneheia kai dynata enw to haraktiristiko plaf tis prwtis kouradas erhetai na desei sa loukoumas me ti mpoha tis skatilas pou anadyotan apo ti haramada. Den xerw pws kai giati (mou symvainei prwti fora), alla eiha kavlwsei oso den paei allo. (Εδώ).

(από Khan, 26/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τριχωτό μέρος του μουνιού (θάμνος) που μοιάζει σαν γούνα.

Ρε Μαρία, για ποιό λόγο δεν ξυρίζεις το γουνάκι σου;
– Με κρατάει ζεστή τώρα που κάνει κρύο, κρατάει την υγρασία στο εσωτερικό και στάζω καλύτερα. Άσε που μ' αρέσει και να το χαϊδεύω.

(από nobody, 30/11/11)(από nobody, 30/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που σέρνεται και ξαφνικά βγαίνει κάτω από τις κουβέρτες ή από τον καναπέ, κρεβάτι κλπ και σου παίρνει πίπες βουτηγμένη στο σάλιο.

- Και που λες, έρχεται στα τέσσερα εκεί στην ξάπλα και ξεκίνησε... Ρούφα τον μωρή σαλαμάνδρα!!!

(από gaidouragathos, 16/08/11)Τύφλα να\' χει η πεσκανδρίτσα... (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άνω μέρος του δίκοχου της στολής εξόδου των στρατιωτών λόγω της ομοιότητάς του με το ομώνυμο μέρος της γυναικείας ανατομίας, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα όταν το δίκοχο φοριέται και για αυτό συχνά ράβεται για να κλείσει.

- Ράψε ρε τα μουνόχειλα στο δίκοχο! Με τέτοια κεφάλα πουτάνα το' κανες!

(από Nakas, 21/08/11)Αντιστασιακά μουνόχειλα. (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρισκόμενη σε ανάπαυση ψωλή.

Αγγλιστί: flaccid.

Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.
Ανοίγουνε τα πόδια τους, τουρλώνουνε τον κώλο
και περιμένουν να δεχτούν τον τρομερό τον ψώλο.
Μ' αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασμένος
πως είν' τ' αρχίδια του κενά και ο πούτσος του πεσμένος.
Έδωσε όμως το λόγο του στους τουρλωμένους κώλους
πως κάποια μέρα και αυτούς θα τους γαμούσε όλους.

Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

(εδώ)

(από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H κάθε άλλο από παρθένα, σλανγκιστί. A συχνότητα συνουσίας για μία τέτοια κοπέλα είναι τέτοια που το αιδοίο της πλέον μοιάζει με φιλτροχοάνη αυτοκινήτου.

Εμπνευσμένο από την κλασσική Βραζιλιάνικη σειρά.

- Φιλτρο-χοάνα η παρθένα είναι η Ρίτσα. Εκεί που είχα σκύψει ανάμεσα από τα πόδια της είπα τι βαθύ που το 'χεις-τι βαθύ που το 'χεις-τι βαθύ που το 'χεις.
- Μα καλά της το 'πες τρεις φορές;
- Όχι ρε, έκανε αντίλαλο.

(από sar12345, 27/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified