Κατόπιν παροτρύνσεως γνωστής σλανγκίστριας και με την ομόθυμη στήριξη - πιστεύω - του σλανγκεπώνυμου πληρώματος, ο ορισμός του αγαπητού Ναστρεδίν συμπληρούται δια πολυτίμων (;) πληροφοριών κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος, που ενσωματώνουν βιοτική πείρα του γράφοντος.

Γιατί λοιπόν ένα γαμήσι για το οποίο ίδρωσες, παρακάλεσες, σύρθηκες στα γόνατα, κοινώς έγινες τσιμπούκι, βγαίνει συνήθως ξινό;

  1. Τζένεραλλυ σπήκινγκ, υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπηδων που για να φχαριστηθούν κάτι, οτιδήποτις (γυναίκα, φαΐ, ταξίδι κλπ), πρέπει να μην έχουν κοπιάσει γι' αυτό, να μην έχουν προσπαθήσει, καθώς και να μην έχουν αναγκαστεί να βάλουν το χέρι στο παντελόνι. Με μια κουβέντα, τους αρέσει να τα έχουν όλα στο πιάτο και τζάμπα.

Παραδείγματα:

α. Έχεις ξεκωλιαστεί όλη μέρα μες την κουζίνα για να ετοιμάσεις το τέλειο γεύμα: έχεις ανοίξει τσελεμεντέδες, πήρες τηλέφωνα σε ξεχασμένες θείτσες να σου πουν συνταγές, τραβιόσουνα σε ντελικατέσεν να βρεις τα σωστά ευγενικά υλικά, κατόπιν έφαγες στη μάπα όλη την ορθοστασία και την καπνίλα, άσε που κάθε τόσο χτύπαγε το ρημάδι το τηλέφωνο κι έπρεπε ξανά μανά να σκουπίζεις χέρια για να το σηκώσεις. Και την αγωνία για το αν θα πετύχει που την πας; Γι' αυτό λοιπόν, όταν έχουν όλα τελειώσει και έχει φτάσει η ώρα του τραπεζώματος, έχεις σιχαθεί τόσο που δε θες να ξαναδείς φαΐ ούτε σε φωτογραφία για τουλάστιχον 15 μέρες. Το μόνο που θες είναι να πας να ψοφήσεις...

β. Τα λεφτά που ξοδεύονται πιο αέρα πατέρα, που τα καις και τα λιώνεις και τα σκορπάς χωρίς να σε πολυνοιάζει, είναι τα λεφτά για τα οποία δεν σφίχτηκες , αυτά που για να τα βγάλεις δε σου έγινε ο κώλος σαν τασάκι, π.χ. λεφτά απο κληρονομιά, λεφτά από παράνομες δραστηριότητες (easy come easy go). Ον δε κόντραρυ, λεφτά τα οποία έβγαλες με τον ιδρώτα του προσώπατού σου, τα φυλάς σαν τον καρμίρη και τα κάνεις μασουράκια...

Και για να έρθουμε στα του μουνιού τώρα.

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, λογικό και επόμενο είναι να βάνεις με το μυαλό σου τα μύρια όσα για τις κρυφές της χάρητες, επί το λαϊκότερον φαντάζεσαι παπάδες. Οι προσδοκίες σου για το τι θα ακολουθήσει την πολυπόθητη κατάκτησή του, διαρκώς διογκώνονται. Αυτές ο αυξημένος ορίζοντας προσδοκιών ευθύνεται σε ένα βαθμό για την τελική σου απογοήτευση.

Παρεμφερής είναι η περίπτωση του διαρκώς ανικανοποίητου τύπου, ο οποίος κυνηγάει μουνιά μόνο και μόνο για λόγους αυτοεπιβεβαίωσης. Όσο συναντά αντίσταση από το θήραμα, τόσο πιο πολύ πωρώνεται. Αυθυποβάλλεται και πείθει τον εαυτό του πως το μουνί που ψήνει είναι το καλύτερο. Στην ουσία προβάλλει πάνω στη γκόμενα το ναρκισσισμό του, την καψούρα που έχει με τη δική του πάρτη, το πείσμα του, τον εγωισμό του. Νομοτελειακά, αυτού του τύπου όλα τα γαμήσια ξινά του βγαίνουνε. Η περίπτωσή του συνιστά άλλη μια απ' τις αλλοτριώσεις της εποχής μας, όπως θα έλεγε κι ο φιλόσοφας της παρέας μας.

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, ενδέχεται και να σου κάτσει επειδή απλά βαρέθηκε να σε βλέπει να τρέχεις από πίσω της σαν τον ΘουΒου. Ξέρει ότι μόνο αν σου κάτσει και στο καπάκι σε ξενερώσει, υπάρχει περίπτωση μετά να την αφήσεις ήσυχη. Ο καλός ο παίχτης ξέρει και εκμεταλλεύεται τέτοιες φάσεις, πετσώνει και την κάνει αυτός πρώτος.

-Άιντε αγοράκι μου, να με γαμήσεις να δω τι θα καταλάβεις!
(υπαρκτή ατάκα)

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, λογικό κι επόμενο είναι αυτή να κολακευτεί από το ενδιαφέρον, και να σου κάτσει ακριβώς επειδή έθρεψες τόσο τον εγωισμό της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε γουστάρει κιόλας. Σου κάθεται μια δυο φορές, φχαριστιέται που σε βλέπει να αγκομαχάς και να λιώνεις από πάνω της ενώ εκείνη χασμουριέται ψάχνοντας το τηλεκοντρόλ, και μετά σε ξεφορτώνει. Το κάνει συχνά η Σαμάνθα του Σεξ ενντ δε Σίτυ.

  2. Πολλές φορές, ακόμη κι αν σε γουστάρει κάπως μια γκόμενα, το να τρέχεις από πίσω της σα παλαβός, σε ρίχνει στην εκτίμησή της. Διότι σου λέει, αυτός για να κάνει έτσι, πρέπει να έχει να γαμήσει μήνες ή πρέπει να έχει κάποια κουλαμάρα που διώχνει τις γυναίκες.

Είναι γνωστό άλλωστε ότι αυτό που μας προσφέρεται στο πιάτο ουδέποτε εκτιμούμε. Θέλουμε όλοι και όλες, να έχει το σασπένς της η υπόθεση, να μην είναι ο άλλος δεδόμενος. Άπαξ και κάτι θεωρηθεί δεδόμενο, είναι τελειωμένο ζήτημα. [Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε αντίφαση με το παραπάνω κειμενάκι 1, όμως έτσι είναι αυτά, άβυσσος η ψυχή του άθρωπα, τι να κάνουμε τώρα, ρωτήστε και καμιά γιαλόμα κάτι παραπάνω θα ξέρει.

Καμιά φορά όμως, σε πείσμα του γαμημένου του Νόμου του Μέρφυ, η γκόμενα σου κάθεται, έτσι εις ανάμνησιν του αρχικού της ενδιαφέροντος. Η ουσία είναι όμως πως έχει πλέον ξενερώσει, δε σε βλέπει σα γαμιά πλέον που θα τη βάλει κάτω και θα της σκίσει τα πέταλα, αλλά μάλλον σαν ένα παιδάκι που δε θέλουμε να του χαλάσουμε το χατίρι και του μείνει κι απωθημένο. Πρόκειται δλδ για γαμήσι του ελέους, που κάθε άλλο παρά πχιοτικό και βρώμικο μπορεί να είναι...

Πολύ μεγάλη κουβέντα, απ' τη ζωή βγαλμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχίδια. Μπορεί να τα υποκαταστήσει σαν λέξη σε όλες τους τις σημασίες, δίνοντας εκφραστικά ένα διαφορετικό, συνήθως ηπιότερο, αποτέλεσμα.

Μερικές συνήθεις χρήσεις του όρου, πιο συγκεκριμένα:

  1. Μπορεί να σημαίνει απλά τους όρχεις.

  2. Ως συνώνυμη των απαξιωτικών για αντικείμενο, πρόσωπο ή κατάσταση μούφα, μάπα, πίπα, κόφα, απάτη.

  3. Στην έκφραση αδιαφορίας «στα μπομπόλια μου» ως απόλυτα ισοδύναμης της «στ' αρχίδια μου».

  4. Για να καταδείξει ανδρισμό ή και αποτελεσματικότητα. Βλ. νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να, γκόμενα με αρχίδια, μηχάνημα μ' αρχίδια.

Η λέξη έγινε ευρύτερα γνωστή από το βιντεάκι του «Σαλονικιού στο Άμστερνταμ», το οποίο προβλήθηκε, εκτός από αλλού, και στην εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου Αλ Τσαντίρι Νιουζ. Από αυτό, άλλωστε, το βιντεάκι και τα σίκουέλ του, έχει αυτονομηθεί η έκφραση «μπομπόλια Ευρώπη!».

Η ετυμολογία της, όμως, δεν είναι εξίσου σαφής. Μπορεί εμείς εδώ στο slang.gr να είμαστε ό,τι να 'ναι αλλά, μερικές φορές πάνω στην τρέλα μας και από μεράκι, κάνουμε ρεπορτάζ - απλά δεν καταλήγουμε οπωσδήποτε κάπου... Τουλάστιχον εμείς το δηλώνουμε!

Ακολουθούν raw data που βαρέθηκαν να περιμένουν διασταύρωση στο word:

  1. Πολλοί το θεωρούν σαλονικιώτικο ή βορειοελλαδίτικο ιδιωματισμό, προφ λόγω του Μητσάρα, πρωταγωνιστή στα βιντεάκια (άσχετο: λαμπρό δείγμα νεο-μπαγιάτη κττμγ). Ωστόσο, με λίγο γούγλε-γούγλε, εντοπίστηκε σε εφημερίδα του Ελληνικού Γορτυνίας αλλά και σε γλωσσάρι κερκυραϊκών όρων.

  2. Επισταμένη τηλεφωνική και επιτόπια έρευνα σε πηγές μας, επανέλαβε την άγνοια των Μακεδόνων περί της προέλευσης του λήμματος και την πίστη τους ότι πρόκειται για νοτιοελλαδική υπόθεση. Εις εξ αυτών χαρακτηριστικά ανέφερε ότι ακουγόταν πολύ σε παρέα συμφοιτητών του εξ Ηλείας.

  3. Παράλληλες κυριολεκτικές σημασίες που εντοπίστηκαν στο ίντερνετ παραπέμπουν σε σαλιγκάρια (ξηράς και θαλάσσια), μπαλάκια γενικώς, βρασμένο καλαμπόκι (μάλλον ενν. οι κόκκοι αυτού), μικρά κομματάκια φελιζόλ σε λούτρινα ζωάκια, οι κόκκοι σταριού στα κόλλυβα, οι κόκκοι του χοντροκομμένου αλατιού, οι οποιοιδήποτε σπόροι.

  4. Άλλοι τύποι της ίδιας λέξης είναι μπουμπόλια, μπορμπόλια, μπόλια, μπουσμπουρέλια, αν όχι σε όλες τις σημασίες, τουλάχιστον σε κάποιες από αυτές.

  5. Τέσσερα γνωστά λεξικά συν ένα λεξικό της αργκό που λαθρανάγνωσε ο γράφων στον Παπασωτηρίου για χάρη του σλανγκεπώνυμου πλήθους, την λέξη την έχουν γραμμένη κυριολεκτικά. Σο, τζίφος κι από κει.

  6. Borbolya στα ουγγαρέζικα σημαίνει τον θάμνο barberry/berberry, μερικά είδη του οποίου έχουν πράγματι σφαιρικούς καρπούς. Bo-bol είναι slang της καραϊβικής για την οικονομική διαφθορά (σ.σ. εδώ φαίνεται τι σκάλωμα έφαγε ο γράφων με το παρόν λήμμα...).

Ακολουθώντας δυο φιλοσοφικές αρχές όλος-χρόνος φαβορίτες του γράφοντος, ήτοι την Occam's razor και αυτή της ήσσονος προσπάθειας, καταλήγουμε στο απρόσμενα απλό συμπέρασμα ότι ο όρος προέρχεται είτε από την μπάλα είτε από την μπόλια, με κάποιους περίπλοκους γλωσσικούς μηχανισμούς. Πιο πολύ δεν το ψάχνω, μη με αγριοκοιτάτε. Έχω και ζωή, ξέρετε.

  1. - Το μαλακιστήρι τον ξα σου θα του ρίξω πολύ ξύλο καμιά ώρα, να ξέρεις.
    - Αμ εγώ τι θα του κάνω; Μόνο στα μπομπόλια μην τον βαρέσεις κι έχουμε άλλα. Τον έχω χρεωμένο απ' τη θεία μου το τσογλανάκι για το καλοκαίρι.

  2. - Τι είναι αυτά ρε; Δημόσια τουαλέτα το λένε αυτό οι βρωμιάρηδες;
    - Είδες; Ένα διαχωριστικό μόνο, στην άκρη του δρόμου και το κανάλι γίνεται ο κατουρώνας ολονώνε.
    - Μπομπόλια Ευρώπη...

[και λοιπές χρήσεις, ως εκ του ορισμού]

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη και παγκόσμια πουστιά. Ενδεχομένως σε τοπικές διαλέκτους να σημαίνει και το μακελάρισμα, δηλαδή το μεγάλο μακελειό.

Επίσης κυριολεκτικά μπορεί να σημαίνει και τα πανιά για το μουνί.

Αλλά σαν σχήμα μεταφορικού λόγου σίγουρα θα εννοήσουμε την σερβιέτα.

Προσπαθώντας να βρω λύση για το πρόβλημα, κοίτα τι μουνοπανιά ανακάλυψα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ισχυρό σοκ, ενίοτε και το αναπάντεχο σοκ.

Σύνθετη λέξη η οποία προέρχεται από τις λέξεις, πρωκτός και σοκ και η οποία αποτελεί την σύντμηση των δύο παραπάνω λέξεων.

Τις προάλλες που έβλεπα ειδήσεις, έπαθα πρωκτοσόκ από την ανακρίβεια του ρεπορτάζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούλτρα-σούπερ-ντούπερ υπερθετικός του «σου γαμάω».

Μην συγχέεται με περιπτώσεις σε φάση «το μάτι μου», που είναι ιδιαιτέρως λάιτ, δηλαδή σιγά και τί έπαθε το θύμα τώρα, ρίχνει λίγο νεράκι και πάει πέρασε. Όοοχι, εδώ μιλάμε για μεγάλες ζημιές. Το «σου γαμώ τα μάτια» χρησιμοποιείται σε προχώ περιπτώσεις, όταν τα βάρδουλα, το ταμτιριρί, το φελέκι, το μουνί της Εύας που τον πέταγε, το κέρατο, το σόι, τα χάλια του, είναι πλέον ξεπερασμένα και δεν αρκούν για να εκφράσουν το μέγεθος της ζημιάς που έχει ήδη, ή θα πάθει ο καημένος ο γαμηθείς.

Εννοείται ότι για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, σου 'χω γαμήσει ήδη ό,τι τρύπα ή ό,τι άλλο έχεις και δεν έχεις (περιλαμβανομένων σπιτιών κ.λπ. περιουσιακών στοιχείων), όποιον αγαπάς και δεν αγαπάς, γενικώς σου χω γαμήσει τα πάντα όλα. Ακολουθώντας (γαμιώντας) σπειροειδή ανοδική πορεία, επανέρχομαι να γαμήσω μέλη του σώματός σου, αλλά πλέον, περνώντας σε μια ανώτερη σφαίρα, δεν περιορίζομαι στις ανοιχτές γνωστές διόδους, αλλά διεισδύω και στις πιο ασυνήθιστες και εξεζητημένες: ακόμα και σε εκείνες που δεν αποτελούν καν δίοδο, ούσες φραγμένες με διάφορα εμπόδια. Στην περίπτωση του λήμματος, υπάρχουν τρύπες υποδοχής μεν, φραγμένες από τους γνωστούς λιπώδεις βολβούς δε.

Ο γαμών δεν κωλώνει, σου γαμεί τα μάτια, να τα δεις όλα. Ή, το πιο πιθανό, να χάσεις το φως σου.

Εννοείται, η φράση παίζει και με την γνωστή έννοια «γαμάω και δέρνω», όπως και στο παράδειγμα.

Τέλος, το μά-τι, παίζει να χρησιμοποιείται και ως πιο σεμνό υποκατάστατο της μά-νας, όπως η πανα-χαϊκή υποκαθιστά στο μπινελίκι την πανα-γία (αίσχος).

Ασίστ: Χανκ από ΔΠ, που πήρε την ασίστ από μένα, ντίλι ντίλι ντίλι.

Από εδώ (αφού το χω έτοιμο, μην διασπαθίζουμε πόρους τώρα):

«Το παοκοσύνθημα τα σπάει το χω ξαναπεί κι αλλού, τί τα σπάει, τα σμπαραλιάζει, τί τα σμπαραλιάζει, τους γάμησε τα μάτια χαχαχαχ»

Ρασοφόρος βυζαντινός δήμιος γαμάει τα μάτια βούλγαρου αιχμαλώτου, μετά τη μάχη στο Κλειδί, 1014.  (από johnblack, 21/07/09)I fuck, you fuck, we all fuck for eye fuck (από Vrastaman, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Full of juice ready to use η αλλιώς διώξιμο των χοντραδιών.

Συμβαίνει όταν έχει συγκεντρωθεί αρκετό σπερματικό υγρό και θέλει κάπου να πάει. Το πού – χμμμ! -- τη σήμερον ημέρα δεν ξέρω. Με παζολιάρη η σημερινή νεολαία, τι στα κομμάτια, δεν γαμούν;

- Άντε Δημητράκη θα πάμε μπουρδελότσαρκα, τυχερούλη!

- Ναι, ναι να πάμε, I am full of juice ready to use, κολλητέ μου! (προσέξατε αγγλικούρα ο Μητσάκος ε ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τη δουλίτσα μου, ξεχαρμανιάζω μεταφορικώ τω τρόπω, ξεκαβαλάω.

- Αργεί ο Σάκης, πού είναι, θα χάσουμε το έργο...
- Εεεε... είναι με τη Λίτσα, μπορεί να αργήσει λίγο ακόμα...
- Α κατάλαβα, λοιπόν πάμε εμείς, και μόλις ξεγαμήσει άμα θέλει θα έρθει μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υλικό είναι, ας το πούμε έτσι απλά, οι εικόνες που σκέφτεται το άτομο κατά την διάρκεια της λατρείας του Θεού Αυνάν. Γενικότερα είναι οι πολύ όμορφες γυναίκες.

Συντάσσεται σχεδόν πάντα με τη λέξη μαζεύω μπροστά.

  1. -Πωωωωώ! Κοίτα ένα μανούλι εκεί!
    -Όπα κάτσε να μαζέψω υλικό...(παρατηρεί προσεκτικά τη γκόμενα)

  2. -Είδα κάτι φωτογραφίες μιας μουν*ρας στο facebook...άστα, μιλάμε μάζεψα τρελό υλικό!!!
    -Link;

  3. -Πάμε Θησείο να δούμε κανα μο*νί και να μαζέψουμε υλικό;
    -Δε σου 'χω πει να κόψεις την πρωινή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να πούμε πως κάποιος εκμεταλλεύεται την καλοσύνη ή την προθυμία κάποιου άλλου, μιας και ο κώλος στο σεξ θεωρείται είδος πολυτελείας...

- Γιάννη, να σου πω...
- Πες μου.
- Τώρα που θα φύγεις διακοπές, μπορώ να πάρω την ηλεκτρική κιθάρα να παίξω καθόλου;
- Καλά μωρέ, πάρτη!
- Μαζί με τον ενισχυτή, έτσι;
- Βέβαια.
- Να πάρω και κανένα πεταλάκι για εφέ, έτσι;
- Άντε, πάρε κι από αυτό...
- Το καλό θέλω ε;
- Κάτσε ρε μαλάκα Νίκο, βρήκες κώλο και γαμάς αβέρτα;;

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Φυσιολογική ιδιότητα του σπέρματος να λειτουργεί ως αόρατο μελάνι και να εμφανίζεται πλήρως όταν ξεραθεί. Αν έχεις χέρι (λέμε τώρα...), μπορείς να ζωγραφίσεις παπάδες στα μούτρα της γκόμενας, μόνο που θα πρέπει να περιμένεις να στεγνώσει το φρέσκο για να το καμαρώσεις.

  2. Κυνικός αφορισμός του απαισιόδοξου που γνωρίζει κατά βάθος ότι τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν είναι τόσο χάλια που να μην μπορεί να γίνει χειρότερο. Εφοδιασμένος με την υπομονή και την ψυχραιμία που του σφυρηλάτησαν άπειρες μαλακίες που τις πλήρωσε ακριβά, ξέρει ότι (τη δεδομένη στιγμή που παρουσιάζεται η ανάγκη της ως άνω τοποθέτησης) είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα για το μέγεθος και τις προεκτάσεις της μαλακίας που ειπώθηκε ή προέκυψε και γιαυτό δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία άλλων. Κυρίως όμως αντιμετωπίζει τη ζωή ολιστικά και γνωρίζει ότι, σε αυτόν τον κόσμο, τίποτα δεν είναι τόσο μικρό που να μην επηρεάζει πολλά άλλα, οπότε ποιος ξέρει τι έρχεται.

  1. — Πιτσιποπάκι μουου;...
    — Μμμμ;...
    — Αγαπουλινάαακι μου;;....
    — ΜΜΜΜΜΜ;...
    — Να, τώρα που σε έχυσα στα μούτρα, βλέπω ότι έχω πολύ λίγο σπέρμα... Λες να έχω κανένα πρόβλημα;
    — (χχχχχχαααααγχτφτουουου!!!....) Μην αγχώνεσαι καρδουλίνι μου... Η μαλακία όταν ξεραίνεται φαίνεται.

  2. — ...Και αφού με χώρισε που λες, για τον άλλον, ανέβασα και εγώ στο tonbernstube ένα βιντεάκι που πηδιόμασταν για εκδίκηση.
    — Ωχ! Ωχ! Και αυτή το έμαθε;
    — Την ίδια μέρα... Με πήρε, με έβρισε αλλά στα τέτοια μου... Έληξε.
    — Αμ δε... Η μαλακία όταν ξεραίνεται φαίνεται...
    — Γιατί;
    — Γιατι, μαλάκα, έχει πατέρα εισαγγελέα, ξάδερφο αστυνόμο και θείο δεσμοφύλακα... Σε βλέπω να αρμέγεις σαύρες στον Κορυδαλλό...

με την αρμύρα! (από anchelito, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified