Ο πήδος, εξελληνισμός του αγγλικού fuck και λογοπαίγνιο (άσχετο) με το φυτό Φίκος.

Η λέξη «πήδος» είναι πολύ φανταχτερή, επική θα λέγαμε, περιγράφει δηλαδή μια πράξη που μας άφησε πολύ ικανοποιημένους -ως προς το εγώ μας τουλάχιστον, ενώ ο φίκος δεν έχει τόση δύναμη σαν όρος, το λέμε χαριτολογώντας ή υποτιμητικά.

Λέγεται και φίκουλας.

Τι λέει ρε μεγάλε το πάρτυ, ποιους έχεις καλέσει; Θα πέσει κανας φίκος ή θα ξενερώσουμε πάλι;

ο μπίκος του φίκου (από ironick, 02/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πράξη του να κάνεις γαργάρα με τα φλόκια του εραστή σου μετά το πέρας του στοματικού σεξ, μια πρακτική μερικά κλικ πιο κίνκι από την απλή κατάποση και πουτσοστράγγιγμα της νοικοκυράς.

Χρησιμοποιείται περισσότερο συνεκδοχικά για να χαρακτηρίσει πρόσωπο που υποτίθεται ότι επιδίδεται στην πρακτική αυτή όντας κοπέλα τελειωμένη, και μάλιστα λιγότερο γυναίκα, και κυρίως φετινό γκέι. Γενικότερα χρησιμοποιείται ως ύβρη. Συχνότερα στο αρσενικό σπερματογαργάρας, ο.

  1. tis manas sou to mouni paliokarioli spermatogargara pou tha miliseis esy gia tin thessaloniki kai ton paok.paliopousti gamimene (ΠΑΟΚ είναι εδώ)

  2. sa pi8ikos einai o kariolhs o antras hahahahh! h palio spermatompoukostra, sifilokolos, arxidozalistras, spermatogargaras, kai de 3erw ti allo... 8a tou skasw ena poutsoskampilo me to kavli mou kai 8a ton kanw 100.000 zhmia...
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Σούλι είναι περιοχή της Ηπείρου όπου το νερό δεν ευρίσκεται σε ικανοποιητική επάρκεια. Ο επιθετικός προσδιορισμός “Σουλιώτικο” λοιπόν, εν προκειμένω, δεν υποδηλώνει τόσο γεωγραφικό ή τοπικό προσδιορισμό, ούτε ενέχει κάποια εθνικοπατριωτική σημασία, όσο εννοεί την έλλειψη υγρής τριβής μεταξύ δυο η περισσότερων τριβομένων επιφανειών.

Κατά συνέπεια, όπως ορθώς θα έχετε αντιληφθεί, ως σουλιώτικη χαρακτηρίζεται η στεγνή, ξηρά, άνευ σιέλου ή έτερου λιπαντικού σεξουαλική συνεύρεση, η οποία και συνοδεύεται αναπόφευκτα και με έντονη αίσθηση άλγους.

Κατ' αντιστοιχία αναφέρεται και το «σουλιώτικο ξύρισμα» που πραγματοποιείται όχι μόνον απουσία αφρού ξυρίσματος, αλλά και με την ολοσχερή έλλειψη ή άνευ χρήσης του απλού ύδατος.

- Την έστρωσα κάτω και της έκανα ένα γαμήσι ...σουλιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο σχήμα της κατάληξης του παχέος εντέρου (γνωστό και ως ορθό), το οποίο παίρνει τη μορφή ποτηριού μετά από σεξουαλικά (και όχι μόνο) βάναυση μεταχείριση. Η έννοια της λέξης είναι συνήθως μεταφορική, με αρκετά στοιχεία υπερβολής, δεν είναι όμως λίγες οι φορές εκείνες που χρησιμοποιείται άκρως κυριολεκτικά.

  1. - Τι;! Την γάμησες απ' τον κώλο! Έλα ρε θερίο! και για πες...
    - Τι να πω, απλά της τον έκαμνα ποτήρι.

  2. [...]Το '69 [...] εγνώρισα έναν κατάδικο που του χώσανε γκλοπ στον κώλο, μετά το τραβήξανε έξω με δύναμη και το κωλάντερό του κρεμόταν σαν ποτήρι. [...] (Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Εγχειρίδιο Του Καλού Κλέφτη», σ. 77)

κολωνάτο! σωστότατος GATZ! (από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται τις φορές που σφίγγουν τα γάλατα, σε περιόδους μεγάλης αγαμίας δηλαδή, αναφορικά με το σπέρμα του άντρα, το οποίο από την πολυκαιρία και την στασιμότητα έχει πήξει και σβολιάσει, έχει γίνει σα χαλίκι.

- ...άντε υπομονή Μήτσο, εφτά και σήμερα να πάρουμε τη ροζαλία να πάμε σπίτια μας...
- ...να διώξουμε και τα χαλίκια, γιατί δεν πάει άλλο...

... από πέτρινο πουλί. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, ο αυνανισμός, η μαλακία.

Η έκφραση αποτελεί συνδυασμό κατάληξης γυναικείου ονόματος, όπως π.χ. Αμαλία, Ευθαλία, Κορνηλία, Κρυσταλλία κλπ, που, παραπλανητικά και ενδεχομένως και νοσταλγικά, παραπέμπει σε γυναίκα, μαζί με το τμήμα της άκρας χειρός, παλάμη η αλλέως χούφτα, που υλοποιεί την παλινδρομική κίνηση της επιδερμίδας του ανδρικού μορίου, κατά την αυτοηδονική και ανακουφιστική διαδικασία εξαγωγής του γνωστού γαλακτώδους οπού του άρρενος.

- Πως πήγε το καμάκι στο μπαρ;
- Άσε, τζίφος.
- Κατάλαβα, πάλι με τη χουφταλία θα τη βγάλεις απόψε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθητική φωνή του ρήματος τσουτσουριάζω.

Περιγράφει γενικώς την έγερση, αλλά, ειδικότερα, όταν επιστρατεύεται από την εφεδρεία, περιγράφει τις σηκωμάρες του ανδρικού πέους. Χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στο γ' ενικό πρόσωπο του αορίστου.

Είναι προσφιλής έκφραση των σιγανοπαπαδιών.

Το βάσανο:
- Αχ μωρό μου, τι βλέπω, μου ακόμα δεν πρόλαβα να ξεντυθώ και σου τσουτσουρώθηκε.

(από iwn, 28/10/10)Τσουτσουρώνονται κυρίως στην Κρητη (από perkins, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός, η μαλακία η κοινή.

Ο όρος παραπέμπει με διάθεση παλιμπαιδισμού στη βρεφική ηλικία, όπου το γνωστό και αθώο βρεφικό παιχνίδι διακτινίζεται αυτούσιο στην εφηβική και ενήλικο διαδεδομένη αυτοϊκανοποιητική δραστηριότητα.

Προς τον μαλάκα που συνεχίζει ακατάπαυστα τις μαλακίες: - Βάρα, μαλάκα, βάρα την πεοκουδουνίστρα.

(από iwn, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της μάνας σου το μπουγαδοκόφινο.

Προφέρεται ως του-μου-σου-του-μου.

Προσωπική βρισιά.

Πιο ήπιας μορφής το: της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο (τ.θ.σ.τ.μ.)

(Mπουγαδοκόφινο: ειδικό κοφίνι στο οποίο έμπαινε παλαιότερα η μπουγάδα)

Ποιός εισαι σύ που 'ρθες εδώ σε μας να κάνεις πλάκα''; Ρεεε, τουμουσουτουμου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου κάποιος ερεθίζεται κυρίως από την εμφάνιση ή και τη συμπεριφορά κάποιας αιθέριας ύπαρξης.

- Με αυτά τα ξεκωλέ ρούχα που φόρας κάθε φορά μου κατεβάζεις το αίμα στο κεφάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified