Χρησιμοποιείται ως μουνί καπέλο, μουνί καλλιγραφία, ή σκέτο μουνί, για να εκφράσει την κακή κατάσταση ή εμφάνιση ενός αντικειμένου ή μιας φάσης.

Προκύπτει απ' τον ομώνυμο προπονητή του Παναθηναϊκού. Ο όρος έκανε την εμφάνισή του στο δεύτερο μισό του 2006 κι έκτοτε η χρήση του έχει γνωρίσει ευρεία αποδοχή.

-Έχεις καμιά μπλούζα ν' αλλάξω γιατί έβρεχε όπως βλέπεις κι έγινα μουνιόθ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνειρο κάθε άγαμου λιγούρη που βγαίνει σαββατόβραδο με την ελπίδα να γαμήσει. Ένας μουνόλακκος απαρτίζεται από πολλά άτομα γένους θηλυκού και από κανένα αρσενικό ον. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΟΜΟΡΦΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ!!!

Άκου να δεις τι έπαθα χθες που βγήκα με την Μαίρη. Μου λέει: θα περάσουν και οι φίλες μου να σε γνωρίσουν. Ε, μετά από 10' σκάει μύτη ένας μουνόλακκος άλλο πράγμα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο γενικότερο κλίμα καλού και άφθονου μουνιού σε ένα μέρος... Το κλίμα που σπανίζει δηλαδή.

Πήγα σ' αυτό το πάρτυ με την δικιά μου χθες και γινόταν της τουμπανίασης... Έπρεπε να την αφήσω σπίτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη έκπληξη, κάτι το απρόσμενο, κάτι το φοβερό.

- Καλά ε!! την είδα κι έπαθα μουνόπλακα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άδικα, άσκοπα. Εκφράζει θυμό, δυσαρέσκεια.

Με σταμάτησαν τις προάλλες οι μπάτσοι με το αμάξι και πλήρωσα 50 ευρώ γαμησιάτικα για τις ζώνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.

- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..

Got a better definition? Add it!

Published

Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.

Συνώνυμα:

  • την κουνάω την αχλαδιά
  • το ρουφάω το κανελόνι
  • το γυαλίζω το φινιστρίνι
  • τη μαδάω τη μαργαρίτα
  • το ψήνω το τσουρέκι
  • το κρεμώνω το γαλακτομπούρεκο
  • το φυσάω το αχνιστό
  • τον βάζω τον σύρτη
  • το σαλιώνω το πασαλάκι
  • τον πασπαλίζω τον κουραμπιέ
  • την ξεφλουδίζω τη μπανάνα
  • την ανοίγω την πίσω πόρτα
  • το ρουφάω το γλυφιτζούρι
  • το μαζεύω το σαπούνι
  • τον φτύνω τον ταραμά
  • το πιπιλίζω το καλαμάκι
  • το καταπίνω το κουκούτσι
  • το μαστιγώνω το δελφίνι
  • το ζυμώνω το μπιφτέκι
  • τον απλώνω τον τραχανά
  • το πελεκίζω το εξκάλιμπερ
  • τη χαλαρώνω τη βαλβίδα
  • το σηκώνω το σακάκι
  • το τρίβω το πιπέρι
  • το σφίγγω το μπουλόνι
  • το πνίγω το κουνέλι
  • το καβουρδίζω το φυστίκι
  • το στρώνω το σεντόνι
  • το κανελώνω το ρυζόγαλο
  • τη σουρώνω την ψαρόσουπα
  • το μελώνω το παστέλι
  • την τινάζω την βερικοκιά
  • το πάω το γράμμα
  • τις μαζεύω τις ελιές
  • το γρασάρω το ρουλεμάν
  • τη γυρνάω τη μπετονιέρα
  • το μαζεύω το λάστιχο
  • τη ματσακονιάζω τη βάρκα
  • το σφουγγαρίζω το κατάστρωμα
  • τον τσουρουφλίζω τον αστακό
  • την κυνηγάω την πέρδικα
  • τον στρίβω τον ντολμά
  • την κουνάω την καμπάνα
  • το δαγκώνω το αντίδωρο
  • το σηκώνω το ράσο
  • την καταπίνω την κοινωνία
  • την κρατάω την τιάρα
  • το ψέλνω το ευαγγέλιο
  • το ευλογάω το γένι

- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη έκφραση του αρχιδόκαμπος και πουτσοχώραφο, αλλά δίνει περισσότερο έκφραση στα πρόσωπα παρά στο μέρος.

Έχει πέσει πολύ πουτσοσπορά σε τούτη την καφετέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ.

- Ο Πέτρος πού είναι; Άργησε.
- Ε δεν τον ξέρεις; Θα σπρώχνει καμιά γκόμενα πάλι.

Nymphomaniac (από Khan, 03/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published