Further tags

Έκφραση με τουρκικές ρίζες. Χρησιμοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, πιθανώς με καταγωγή Κωνσταντινουπολίτικη ή Μικρασιάτικη. Στην σύγχρονη Τουρκία η έκφραση δεν συνηθίζεται αλλά είναι απολύτως κατανοητή. Συνεπώς, χρησιμοποιήστε την σε συνομιλία με Τούρκους μόνο αν πραγματικά την εννοείτε - είναι και παρεξηγιάρηδες αυτοί.

Η έκφραση αποτελείται από τα εξής συνθετικά μέρη:

αλ = παίρνω
σικιμέ = η ψωλή μου
βουρ = βαράω, κοπανάω
ντουβαρά = στον τοίχο

Το όλον, λοιπόν, σημαίνει:

Παίρνω την ψωλή μου και την κοπανάω στον τοίχο.

Η έκφραση δείχνει ότι έχω περιέλθει σε πλήρη απόγνωση από τις μαλακίες που ακούω ή βλέπω να γίνονται - ιδιαίτερα όταν γίνονται ή λέγονται πράγματα πολύ αντιφατικά και όταν ξέρω, παράλληλα, και ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Λέω, λοιπόν, στον συνομιλητή μου ότι, βασικά, έχει φτάσει σε τέτοιο όριο βλακείας και αλαλούμ που είναι σα να έχει βγάλει την πούτσα του και να την βαράει στον τοίχο. Κι εγώ, που δυστυχώς ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω ν' αντιδράσω, αναγκάζομαι να κάνω το ίδιο - μιλάμε για τέτοια απόγνωση.

- Ξέρετε, γιαγιά, δεν θα μπορέσω να έλθω στο Ωραιόκαστρο να σας πάρω από τη θεία Ευανθία απόψε.
- Καλά βρε παιδάκι μου, μου το υποσχέθηκες, βασίστηκα σε σένα, εγώ πώς θα φύγω τώρα απο κει μες τη νύχτα; - Ναι, συγνώμη, αλλά άλλαξαν τα σχέδια ... θα βγω με τη Μαιρούλα τελικά και θα πάμε Πανόραμα
- Με τη Μαιρούλα; Καλά, εσύ δεν είχες πει ότι αυτή είναι παρτσακλό τελείως και να σε πλήρώνανε δεν έβγαινες ξανά μαζί της;
- Ναι, ξέρετε, γιαγιά, αλλάζουν τα πράματα ...
- Αχ παιδάκι μου, άκρη δε βγάζει ο άνθρωπος με σένα ... αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά ...
- Ε, γιαγιά, Τούρκικο είναι αυτό, ε; Τα θυμάστε ακόμα από την Πόλη; Τι σημαίνει; Παροιμία είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιεί κάποιος όταν βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση, συνώνυμο του «χέστα κι άστα».

- Έλα ρε, πως πήγες στο διαγώνισμα;
- Γάμησέ τα κι άφησέ τα!

(από Jim Blondos, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία, εννοείται. Στο άκρον άωτον.

Φανταστείτε μια παρέα αγόρια να την παίζουν όλοι ξαπλωμένοι ανάσκελα -ή, πιο απλά, τους καλεσμένους μιας στάνταρ τηλεοπτικής εκπομπής να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους- και η μαλακία να αναβλύζει ως πίδακας σε ποσότητα τέτοια και με ορμή τέτοια που να φτάνει ως το ταβάνι και να το βάφει άσπρο. Κι αν νομίζετε ότι αυτά είναι υπερβολικά πράγματα και δε γίνονται, μπορείτε, σας παρακαλώ, να εξηγήσετε πώς και τα ταβάνια έχουν συνήθως χρώμα άσπρο;

Συγγενείς εκφράσεις: ασπρίζω τοίχους, αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά.

- Δεν έχει το θεό του ο Μάκης... Μαζεύει τους δέκα πιο απιστεύταμπολ μαϊντανούς και η μαλακία που ακούς βάφει ταβάνι... Κι αν δε με πιστεύεις, πάμε να δούμε το βίντεο...

Βλ. και βάφω τοίχους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερης κοπής έκφραση διασαφηνιστικού χαρακτήρα. Βάζει τα πράγματα στη θέση τους όταν ο συνομιλητής μας τείνει να συγχέει ετερόκλητες έννοιες π.χ. τις βούρτσες με τις πούτσες.

Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η Μάρω - αν και πληροφορίες μη διασταυρωμένες αναφέρουν ότι επρόκειτο για εξαδέλφη της Χάιδως.

Περισσότερα είναι γνωστά για τους Τουπαμάρος. Ήταν ένα αριστερό κίνημα στην Ουρουγουάη στις αρχές της δεκαετίας του '70 - έμειναν γνωστοί ως αντάρτες των πόλεων με ειδικότητα στις πολιτικές απαγωγές. Τουπάκ Αμάρου, εξ ου και Τουπαμάρος, ήταν το όνομα δυο βασιλέων των Ίνκας που είχαν δώσει σκληρές μάχες κατά των Ισπανών κατακτητών - βλ. και Οι 7 κρυστάλλινες μπάλλεςκαι Ο Ναός του Ήλιου από τις Περιπέτειες του Τεν Τεν, εκδόσεις Μαμούθ Comix, για μια εις βάθος ιστορική ενημέρωση.

- Σιγά, Κωστάκη ... να μην τα ισοπεδώνουμε όλα ... καλός ο Αλέξης, δε λέω, αλλά, άλλο Αλέξης κι άλλο Ανδρέας ... να μην μπερδεύουμε και τις βούρτσες με τις πούτσες ...
- Έτσι είναι Κωστάκη μου, καλά τα λέει ο θείος ... δεν είναι όλα ίδια κι όμοια ... άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως ...
- Νταξ, no problem, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αποενοχοποιεί τους ανομολόγητους ανδρικούς ερωτικούς πόθους, ιδιαίτερα των καυλοπιτσιρικάδων, για ερωτική συνεύρεση με πρόσωπα του σχετικά στενού συγγενικού τους κύκλου. Όχι μόνο δηλαδή πρέπει να ντρέπονται αν κουτουπώσουν την ξαδέρφη ή τη θειά τους, αλλά απεναντίας πρέπει να πασχίσουν να το βάλουν και πιο βαθιά, κι ένα μέτρο αν γίνεται...

- Άσε ρε φίλε, έχω τρελαθεί με την θεία μου τη Λόλα... Είναι πολύ σέξι... Αν μείνουμε ποτέ μόνοι στο σπίτι, θα την βουτήξω και θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη...
- Καλά ρε μαλάκα, δεν ντρέπεσαι; Με τη θεία σου;!
- Τι να ντραπώ; Στην ξαδέρφη και στη θειά, ένα μέτρο πιο βαθιά... Άσε με, έχω ξεμπουρδελιάνει σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καίριο ερώτημα εδώ είναι τι ακριβώς εννοούσε ο δημιουργός όταν έλεγε 'μπουγαδοκόφινο'.

Κυριολεκτούσε; Αν ναι, πρόκειται για μια από τις πλέον γκάου εκφράσεις που έχουμε διαθέσιμες. Ένα καλάθι με τα ρούχα που έπλυνε μια θείτσα γίνεται βρισιά. Προχωρημένο. Υπερρεαλισμός και δη φευγάτος. Αλλα η έκφραση δεν είναι χυδαία.

Ή μήπως το μπουγαδοκόφινο είναι μεταφορά για ένα μέρος της ανατομίας της θείας; Αν ναι, η έκφραση είναι συγγενής με το 'της θείας σου ο κώλος'. Αλλά, είναι και χυδαιότερη. Διότι ο κώλος της - και πλακαπλάκα μπορεί να είναι και το μουνί της - είτε εχει ένα άλφα μέγεθος από χέρι είτε έχει ξεχειλώσει και ωσεκτουτού συγκρίνεται με το μπουγαδοκόφινο το οποίο είναι και ανοιχτό στο έμπα του και σχετικά βαθύ.

Η έκφραση δηλώνει αγανάκτηση, ειδικά με κάτι επαναλαμβανόμενα εκνευριστικό. Χρηισμοποιείται επίσης για να βάλει τέλος σε μια κουβέντα όταν κάποιος πάει να κάνει τον έξυπνο.

Ο τόνος στη λέξη 'θειάς' είναι ΑΥΣΤΗΡΑ στη λήγουσα.

  1. - Της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο, ρε μαλάκα ... κορνάρεις και κορνάρεις ... νά 'ρθω εκεί να σου βάλω τη κόρνα εκεί που δεν θ' ακούγεται ...

  2. - Ναι, ναι εντάξει ... της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο, ρε νιάνιαρο που θα μας κάνεις και τον έξυπνο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση του γενικού τύπου "του / της [συγγενούς] σου ο / η / το [περίεργο αντικείμενο ή μέρος σώματος]" που έχει περιγραφεί επαρκώς στα σχετικά λήμματα της θείας σου ο κώλος και της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο.

Θεωρείται μεσαίου βεληνεκούς (μικρότερου από της θείας σου τον κώλο αλλά σαφώς μεγαλύτερου από της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο) καθώς η σαφής αναφορά στο λόγω ηλικίας και μεγάλης χρήσης ξεχειλωμένο βρακολάστιχο παραπέμπει μεν στην ευαίσθητη περιοχή της γηραιάς κυρίας, αλλά το κάνει μ' έναν εύσχημο αν όχι λυρικό τρόπο. Δέον να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει διχογνωμία ή αμφιβολία για το μέγεθος της μαλακίας που θέλει ο εκφέρων να καυτηριάσει.

- Ρε α' πα' κατούρα που μουτζώνεις κιόλας, παπάρα.
- Της γιαγιάς σου το βρακολάστιχο ρε μπαγλαμά, που θα με πεις εσύ εμένα παπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικός τεχνικός εξοπλισμός για την προστασία της ευαίσθητης περιοχής της ανδρικής κωλοτρυπίδας από αναίτιες και απρόκλητες επιθέσεις.

Η παράδοση θέλει την πρώτη ιστορική εμφάνιση του συγκεκριμένου εξοπλισμού στα χρόνια του Μεσαίωνα, εξού και η χρήση του τσίγκου αντί για πιο εξωτικά υλικά τύπου τιτάνιο, κέβλαρ και ανθρακονήματα τα οποία θα παρείχαν την ίδια τουλάχιστον προστασία με μειωμένο βάρος και αυξημένη ακαμψία και ανθεκτικότητα στις μεταβολές θερμοκρασίας. Επίσης, η χρήση του "σώβρακου" έναντι του "σλιπ" ή του "μπόξερ", παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές, όπου η μόδα δεν έπαιζε τον καταλυτικό ρόλο που έχει στη σημερινή εποχή.

Η ιδέα της παραπλανητικής κωλοτρυπίδας έχει συναρπάσει το κοινό, αλλά λεπτομέρειες για την ακριβή της θέση και λειτουργία δεν εμφανίζονται στη βιβλιογραφία. Περιγραφές κάνουν λόγο για επώδυνες και άκαρπες επιθέσεις εναντίον παραπλανητικών κωλοτρυπίδων του παρελθόντος και η αξία τους ως τελευταία ασπίδα προστασίας (μετά την εκπόρθηση του τσίγκινου σώβρακου προφανώς) θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι ο εν λόγω εξοπλισμός είναι απαραίτητος σε διάφορα μέρη της πατρίδος μας, τα οποία παρά τη φαινομενική τους χαώδη διαφορά, εγκυμονούν τον ίδιο τύπο κινδύνου για τον ανέμελο και ανυποψίαστο εκδρομέα/επισκέπτη. (βλ. παραδείγματα)

  1. - Τι θα κάνεις το Πάσχα, Αρχέλαε;
    - Εφέτο λέμε να πάμε στη Μύκονο, Βρασίδα μου.
    - Αχ, Αρχέλαε... Να προσέχεις. Πάρε μαζί σου τσίγκινα σώβρακα και παραπλανητικές κωλοτρυπίδες καλού κακού για να μη πάθεις κανένα ρεζιλίκι τώρα στα γεράματα.

  2. - Εσύ τι θα κάνεις τελικά Βρασίδα μου; Θα πάτε πάλι Αιδηψό με την Κούλα;
    - Όχι, θα πάω στο Άγιο Όρος να προσευχηθώ.
    - Και μου 'λεγες εμένα για τσίγκινα σώβρακα και παραπλανητικές κωλοτρυπίδες; Κοίτα μη σ' αρέσει και κλαις για τα χαμένα χρόνια μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς το κάναμε μόδα κι έγινε συνήθειο, μας είπαν να χέσουμε κι εμείς ξεκωλωθήκαμε, μας άρεσε το σκηνικό και δε λέμε να ξεκολλήσουμε. Κυριολεκτικά ίσως σημαίνει ότι είπαμε να το δοκιμάσουμε λίγο για να δούμε πώς είναι ρε αδερφέ και τελικώς τον παίρνουμε πλέον συστηματικά και κατ' εξακολούθησιν.

  1. - Του είπα να περάσει από το σπίτι αφού το γραφείο είναι δίπλα αν χρειαστεί κάτι και το 'χει πάρει ο κώλος του παραμύθι και μου κουβαλιέται κάθε μέρα. Πες μου εσύ τί να κάνω τώρα...

  2. - Μία φορά έκανα το λάθος να την πάω στην Tod's να πάρει μία τσάντα και δεν έχω βρει ησυχία από τότε.
    - Εμ, σου τά 'λεγα εγώ ότι θα το πάρει ο κώλος της παραμύθι και θα σου σκοτίζει τ' αρχίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με καλυμμένα τα νώτα, με προσοχή μην τον φας καταλάθος...

- Τι λέει αυτό το μπαράκι;
- Για πουστόμπαρο το κόβω. Αν πας, το νου σου! Με τον κώλο στον τοίχο...

προσοχή στους τοίχους! (από BuBis, 13/09/09)

Βλέπε και τοίχο-τοίχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified