Ρήμα που παράγεται από τό τσόκαρο > τσούκαρο (κατα το τρόμπα > τρούμπα) και ιδίως απο τον ήχο πού κάνουν κατα τό βάδισμα, εκείνο το ξερό στακάτο τακ -τακ. Εννοείται οτι μιλάμε για τα αληθινά τσόκαρα που φορούσαν οι πλύστρες το πάλαι και όσοι - όσες είχαν να δουλέψουν σε νερά, να πατήσουν σε λάσπες και βρωμιές και όχι τα ανατομικά του Dr. Scholl (που κι αυτά, άμα φαγωθεί η σόλα, έτσι τσουκαράνε). Πρβλ τα cloggs στη Ολλανδία κι εκείνα τα ταβλάκια με τις δυό τραβέρσες στην άπω ανατολή.

Το ρήμα τσουκαράω / τσουκαρίζω χρησιμοποιείται για:

  1. Να περιγράψει κάθε ξερό επεναλαμβανόμενο χτύπο ( όχι απαραίτητα ρυθμικό).

    i. Έριξα τα κουτιά με το γάλα (κονσέρβες) χύμα στη μπαγκαζιέρα και τσουκαρούσαν σ' όλο το δρόμο.
    ii. Όταν βρέχει, βγαίνω στο μπαλκόνι κι ακούω τη βροχή να τσουκαράει στούς τσίγκους.

  2. Χτύπημα εκούσιο ή ακούσιο ή και πτώση, αρκεί να είναι ξαφνικό (= απροειδοποίητο)

    i. Εκεί πού μιλούσε η Ρίτσα κι είχε αρχίσει να ροπιάζει, της τσουκαράει ο Κώστας ένα σκαμπίλι κι είδε το Χριστό φαντάρο.
    ii. Πρόσεχε με το μηχανάκι τώρα που 'βρεξε, μην τσουκαρίσεις σε κάνα τοίχο κι έχουμε κι άλλα.
    Πάνω στο χορό χλωμιάζει και τσουκαράει κάτω.

  3. Συνοπτική περιγραφή συνουσίας

    Της τον τσουκάρισα πίσω από το σπιτάκι του κήπου και δεν έβγαλε κιχ.

Εν χρήσει (περιορισμένη πια, μην μας πούνε και χωριάτες) στη Χίο (για αλλού δεν ξέρω, ίσως).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «τη γάμησα». Tγάμσαμι = «το γαμήσαμε». Άλλη μια έκφραση του ... βουνού και της στάνης, που όμως απαντάται και σε σαλόνια.

Bλ. και ζγκατάψυξ, γκζέντσα.

Αμάν, τγάμσαμι τη μάνα.

(από iwn, 24/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.

- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!

Δες και στον πόυτσο μόυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στην Πελοπόνησσο, ισοδύναμη με το «θα μου κλάσεις τ' αρχίδια» ή «θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια».

- Άμα έρθω εκεί ξέρεις τι έχεις να πάθεις;
- Ξέρω, θα μου κλάσεις τον γκιώνη!

Γκίωνης aka Otus scops (από Vrastaman, 30/11/11)(από GATZMAN, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κρητική διάλεκτος)
Στον κώλο σου.

Φτερνίζεται κάποιος και του λέει ο διπλανός «φιου σου»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική ιδιόλεκτος. Βαράω μαλακία.

Μας καύλωσε η Μαρία. Θα παίξω ένα γροθουλάκι απόψε για πάρτη της...

(από Jim Blondos, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποια ορεινά χωριά είτε λόγω φτώχειας είτε λόγω έλλειψης κεντρικής θέρμανσης, παρατηρείται το εξής φαινόμενο. Οι γυναίκες για να ζεσταθούν προσαρμόζουν ένα μαγκάλι ανάμεσα από τα πόδια τους, το οποίο και σκεπάζουν με την ποδιά τους. Ο χώρος φυσικά δεν ζεσταίνεται, θερμαίνεται όμως κάτι άλλο...

Ο σύζυγος το βράδυ:
- Ωι!!! τι ζεστή που είναι η μουνάρα σου, καψομούνα μου!!!

(από Stravon, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Μεταφορικώς υποδηλώνει κοπιώδη προσπάθεια προς επίτευξιν δύσκολου ή και φαινομενικώς ακατορθώτου στόχου.

Προέρχεται από δοξασίαν τινά, προσφάτως καταρριφθείσα ένεκα σκανδάλων γνωστής Ιεράς Μονής (βλ. Chamonix - σαν το μονί της Γενεύης), κατά την οποίαν είναι αδύνατον να ιδεί τις τα οπίσθια ενός ιερωμένου, δεδομένης της εγκρατείας των.

Συνεπώς, θέλει κόπο-θέλει τρόπο ...

Ο κώλος δε, λέγεται παρά τοις σλάνγκεσιν, ότι είναι το σαν μονί του μέλλοντος (!)

Για τα μπροστινά, δεν λέγει τίποτε η δοξασία, αλλά έρχεται να συμπληρώσει η λαϊκή παράδοσις: «φυλάξου απ' τα πισινά του γαϊδάρου κι απ' τα μπροστινά του καλογέρου!»

Συνώνυμα: τραβάω ζόρι/κουπί (βλ. και κοπιώδης προσπάθεια).

Συναφές: Άμα δε βρεξει κώλο, ψάρι δεν πιάνει.
Αγγλιστί: Keep your nose to the grindstone = δούλευε σκληρά, you're in for it = θα φάς ζόρι κτλ.
Ισπανιστί: Te la comes /te comes los huevos = θα φας πούτσα/θα ζοριστείς κτλ.
Ιταλιστί: Succhi = τον ήπιες/θα φας καλά κτλ.

Μάνα:
-Τρεις η ώρα, τη βρήκες την πόρτα κανακάρη μου ;
Γιος: - Ντάξει ρε μα, νέο παιδί είμαι, τί δηλαδή να κοιμάμαι με τις κότες ;
Μάνα:
- Δίνεις μάθημα αύριο βρε συφοριασμένο, έτσι θα πάρεις πτυχίο; Αμ αγόρι μου, άμα δε δεις παπά κώλο, δε θα κάνεις χαΐρι στη ζωή σου !
Γιος: - Άμα σου πω ότι έχω δει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.

Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.

Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.

  1. Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;

  2. Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!

(από proteas1992, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δαυλός στον κώλο σου: Σκληρή, Δυτικοκρητική απ' όσο ξέρω, βρισιά, η χρήση της οποίας κινείται μεταξύ του «άντε γαμήσου» και του «φωτιά στα μπατζάκια σου», κάτι δηλαδή σε φάση «κάνεις μαλακίες και «τώρα άντε γαμήσου, τράβα κουπί σκλάβε στη γαλέρα».

Τώρα μπορείτε να φανταστείτε πόσο αστείο φάνηκε στη λεβεντογέννα το περιοδικό «Δαυλός» κρεμασμένο στα περίπτερα.

- Έλα ρε Κώστα, θα 'ρθείς να πεις δυο λογάκια στην Τιτίκα γιατί τα 'χω κάνει μπουρδέλο εδώ πέρα...
- Τι λέει;
- Έλα ρε συ να βοηθήσεις την κατάσταση γιατί...
- Δαυλός στο γκώλο σου ρε μαλάκα, που θες και να 'ρθω, μαλάκα, που έβαζες τσίτες για μένα στη Λιλίκα τόσο καιρό και τώρα μου τηλεφωνείς ρε ρουφιάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified