Το σπέρμα. Εκ του: πέος + τζους (juice= χυμός)
- Λες να τα πίνει η Γεωργία;
- Αυτή; Τρελαίνεται για πεοτζούς.
Το σπέρμα. Εκ του: πέος + τζους (juice= χυμός)
- Λες να τα πίνει η Γεωργία;
- Αυτή; Τρελαίνεται για πεοτζούς.
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ακρωνύμιο της πρότασης "πίπα-κώλο χωρίς ανάσα". Χρησιμοποιείται είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, εννοώντας έντονη δυσφορία και δυσκολία.
Σχετικά: πίπα-κώλο
-Πω ρε τι έβαλε ο παλαβός; Θέματα ήταν αυτά; Μας πήγε ομαδικώς ΠΙΚΩΧΑ...
Got a better definition? Add it!
Κάνω πρωκτικό sex. Κυρίως ως απειλή. Επίσης το συναντάμε και ως «γεμίζω κρέας το κωλάντερο».
- Εσύ ήπιες όλες τις μπύρες ρε;
- Ναι...
- Ε, θα σου γεμίσω τον κώλο κρέας για να μάθεις να μην το ξανακάνεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Το σπέρμα που εκκρίνεται σε μεγάλες σχετικά ποσότητες κατά τον οργασμό του άντρα. Το ψωλόχυμα.
- Έλα ρε, τη γάμησες;;;
- Ναι ρε...
- Και τα φλόκια;;;
- Όλα στη μάπα!
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο πρωκτός. Συνήθως ακολουθεί ρήμα που δηλώνει βιαιότητα στο σεξ όπως: σχίζω, ξεσκίζω, ξεχαρβαλώνω, γαμώ κτλ, αλλά κυρίαρχο είναι το σχίζω.
Θα σου σκίσω το πρωκτέλι, έτσι και ξαναφωνάξεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κωλομπαράς, που αρέσκεται να γαμάει κώλο ανεξαρτήτως φύλου, gay ενεργητικός (ποτέ παθητικός). Ενίοτε αντικαθιστά το «μαλάκας» μεταξύ φίλων.
Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλομπαράς, κολομπαράς. Δες και κομμέ.
Got a better definition? Add it!
Μεγάλο και χονδρό πέος, γρύλος (πολλοί χρησιμοποιούν την φράση, λίγοι το διαθέτουν).
- Φύγε ρε Σταυράκο μη πετάξω έξω το σπαρδαλούπακα σου λέω! Ρε μαζέψε το, το σταυροκατσάβιδο μέσα να πούμε!
Got a better definition? Add it!
Όταν εχεις πιει τον κώλο σου είτε απο ουσίες είτε απο ξύδια μα περισσότερο απο ουσίες και έχεις γίνει ένα με το πάτωμα.
Got a better definition? Add it!