Το ανδρικό μόριο, το πέος, η πούτσα. Εκ του νεροπίστολο.
Αχ Βάσω, αν αυτός πιτσιλάει με το κρεατοπίστολο όπως μας πιτσιλάει και με το νεροπίστολο θα περάσουμε πολύ καλά!
Το ανδρικό μόριο, το πέος, η πούτσα. Εκ του νεροπίστολο.
Αχ Βάσω, αν αυτός πιτσιλάει με το κρεατοπίστολο όπως μας πιτσιλάει και με το νεροπίστολο θα περάσουμε πολύ καλά!
Got a better definition? Add it!
Τσαγωτό ή και τσαγάκι, είναι όταν ο άντρας βάζει-βουτάει το παπαροσάκουλό του στο στόμα της γυναίκας, και εκείνη το δέχεται στο στόμα της σαν ποτήρι. Το όνομα είναι παρμένο απο τον τρόπο που λειτουργεί το σακουλάκι του τσαγιού στο ποτήρι με το νερό ώστε να πάει παντού το άρωμα του τσαγιού χωρίς να πέσουν μέσα στο νερό τα αποξηραμένα φύλλα του τσαγιού.
Πω καλά, παιδιά η Γιώτα μου έκανε ένα τσαγωτό εχθές...
Έλα μωρό μου, πού είσαι; Θα έρθεις από το σπίτι, να ετοιμάσω το τσαγάκι σου;
Got a better definition? Add it!
Πάρ' Τον Πούλο.
Ιδιαίτερα προσφιλές αρκτικόλεξο, ειδικά στα σχολεία της δεκαετίας του '70, όταν ήθελε να πει κανείς βρωμοκουβέντες, αλλά οι ποινές (αποβολές κλπ) ήταν μεγάλες και ο φόβος εμφανής. Η «διαρροή» των αρχικών δεν τεκμηρίωνε έγκλημα στο στο συμβούλιο καθηγητών, αλλά και στο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων.
Η προφορά του περιελάμβανε ένα-ένα τα γράμματα ξεχωριστά: Πι, Ταφ, Πι. Υπήρχε και ενισχυμένη εκδοχή Π.Τ.Π.Κ.Φ. (Παρ' τον Πούλο και Φύγε).
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι συνήθως συνοδεύεται με την προσφώνηση «μαλάκα», θέλοντας να τονίσει την διαχειριστική ικανότητα του αποδέκτη του Πούλου επί του συγκεκριμένου θέματος συζήτησης.
- Της την έπεσα της Βασούλας, αλλά δεν μου έκατσε...
- Ρε μαλάκα, έκανες αυτά που σου είπα ή φάνηκες ζήτουλας;
- Μου φάνηκε πολύ χοντρό ρε φίλε να το κάνω έτσι.
- Ε... Π.Τ.Π. τώρα μαλάκα!
- Πω ρε φίλε... Δεν πρόλαβα να δηλώσω συμμετοχή στο σεμινάριο και έληξε η προθεσμία!
- Ας πρόσεχες μαλάκα... Π.Τ.Π. τώρα!
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει έκπληξη, ξάφνιασμα.
Δηλώνει έλλειψη αντοχών, εξάντληση.
Άμα δεις τη γκόμενα του Πέτρου θα σου φύγει το μουνί!
Πω πω μαλάκα, έτρεξα 5 χιλιόμετρα σήμερα... Μου έφυγε το μουνί!
Got a better definition? Add it!
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως όταν πρόκειται να γίνει χαμός σε μια κατάσταση, για να δηλώσει το χάος, την βία.
Καλά αυτή η ταινία γαμάει, κάτσε να την δούμε, σε λίγο αρχίζει και το ματομούνι.
Πωπω, τι ματομούνι είναι αυτό; Πάμε να φύγουμε!
Got a better definition? Add it!
Σ' ακολουθώ, σε έχω πάρει στο κατόπι.
Διφορούμενη φράση που λέμε πειρακτικά σε κάποιον (με τον οποίον έχουμε οικειότητα) που προπορεύεται.
- Λαλάκηηηη, σ' έχω πάρει από πίσω!
- Επ! Τι έγινε φίλε, καλά είσαι;
- Μια χαρά, τώρα παρκάρω, τα λέμε.
Got a better definition? Add it!
Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.
- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!
Δες και στον πόυτσο μόυ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχει διαφορά με την πουτάνα γιατί αυτή πηγαίνει με όλους ενώ η φακιόλα πηγαίνει με όλους εκτός από σένα. Επίσης χρησιμοποιείται και σε καθημερινές εκφράσεις για να δώσει περισσότερη έμφαση.
Εκ του fuck-ιόλα.
- Τελικά τι έγινε με το Μαράκι; Την πήδηξες;
- Όχι...η φακιόλα δεν μου έκατσε.
- Τι έμαθα Κωστάκη; Σε γουστάρει η χωριάτισσα; Θα κάνεις τίποτα μαζί της;
- Για κανένα φακιόλη λόγο! Ούτε να μου τον ακουμπήσει δεν θέλω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συμπληρωματική έκφραση, στο τελείωμα μιας πρότασης, η οποία χρησιμοποιείται όταν κάποιος:
Δεν παίρνει στα σοβαρά, είναι χαλαρός με μια κατάσταση ή αδιαφορεί για ένα αντικείμενο.
Αντιμετωπίζει με περίσσια ευκολία μια κατάσταση.
1α. - Παίζω πολλά χρόνια μπάσκετ... - Πας για πρωταθλητισμό ή παίζεις για τ' αρχίδια σου;
1β. - Καλά, ο μαλάκας ο Πέτρος το 'χει ρημάξει το αμάξι! - Αυτό είναι το παλιό ρε...το χει για τ' αρχίδια του...
Got a better definition? Add it!
Ή αλλιώς έχ' γαβριάξ'.
Η απέλπιδα προσπάθεια κοπέλας ή ώριμης γυναίκας, να έρθει σε σεξουαλική επαφή, διότι έχει πάρα πολύ καιρό να συνουσιασθεί.
- Καλά ε! Η Σταυρούλα από τότε που την έστειλε ο Βαγγέλης, έχει τρελαθεί! Ψάχνεται απελπισμένα! - Άσε μαλάκα... Έχει γαβριάξ' για πούτσο η γκόμενα!
Δες και γαυρίζω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified